Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βολίς η· βολίδα.
-
- α) Βλήμα (σφενδόνης), σφαίρα:
- (Διγ. Z 3879)·
- έπεμπον … βολίδας μολυβδίνας (Δούκ. 2651)·
- β) βέλος· (εδώ για δήλ. απόστασης):
- διάστημα όσον βολίδα τόξου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1376).
[αρχ. ουσ. βολίς. Ο τ. και σήμ.]
- α) Βλήμα (σφενδόνης), σφαίρα: