Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλύζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλύζω.
  • Α´ (Αμτβ., προκ. για δάκρυα) αναπηδώ, ρέω:
    • πλήθος δακρύων βλύζουσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1100]).
  • Β´ (Μτβ., μεταφ.) αναβλύζω:
    • τας εκχύσεις βλύζεις μοι των ευεργετημάτων (Γλυκά, Στ. Β´ 96).

[μτγν. βλύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες