Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλης
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
βλησίδι το.
  • 1) Περιουσία, θησαυρός:
    • να είστε εμέν βλησίδι από όλους τους λαούς (Πεντ. Έξ. XIX 5).
  • 2) Νόμισμα:
    • Κρατώντας και … δεν χάνοντας βλησίδι (Ριμ. Απολλων. [1359]).

[<ουσ. βλήσις (LBG) + κατάλ. ίδι. Τ. ιον τον 7. αι. (LBG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βλησκουνέλαιον το.
  • Έλαιο από το φυτό φλησκούνι:
    • βλησκουνέλαιον, ίνα αλείφῃς την κεφαλήν (Ορνεοσ. 58125).

[<ουσ. βλησκούνιν + έλαιον. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
βλησκούνιν το· φλησκούνιον.
  • Το φαρμακευτικό φυτό φλησκούνι, είδος δυόσμου:
    • ας φέρωσι συλίγουρδα και ας βάλωσιν βλησκούνιν (Προδρ. ΙV 568).

[<ουσ. βληχώνιν. Ο τ. στο Du Cange (λ. φλισκούνη)· τ. ι αυτ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (Du Cange, λ. η) και τ. ιον σε σχόλ. (DGE, λ. ιον· βλ. και LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
βλησκουνίτσα η.
  • Φλησκούνι (θωπευτ.):
    • βλησκουνίτσαν περισσήν (Προδρ. ΙV 597).

[<ουσ. βλησκουνίτσιν + κατάλ. α]

[Λεξικό Κριαρά]
βλησκουνίτσιν το· φλησκουνίτσιν.
  • Φλησκούνι (θωπευτ.):
    • βλησκουνίτσιν ολιγόν (Προδρ. IV 597 χφφ VΚ κριτ. υπ).

[<ουσ. βλησκούνιν + κατάλ. ίτσιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες