Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλασφημία η [vlasfimía] Ο25 : (λόγ.) η βλαστήμια.
[λόγ. < ελνστ. βλασφημία, αρχ. σημ.: `λέξη δυσοίωνη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλασφημία η· βλαστημιά· βλασφημιά.
-
- 1) Βλαστήμια:
- (Βεντράμ., Γυν. 109).
- 2) Κατάρα:
- Ανάθεμα την ώρ’ αυτήν … οπού στον κόσμον ήλθαμεν με βλασφημίαν (Θησ. Γ´ [38]).
[αρχ. ουσ. βλασφημία. Ο τ. βλαστημιά, καθώς και τ. βλαστήμια, και σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Βλαστήμια: