Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλέφαρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλέφαρον το.
  • 1) Βλέφαρο:
    • (Διγ. Z 144).
  • 2) Βλέμμα, ματιά:
    • δεινόν … βλέφαρον (Λίβ. (Lamb.) N 262).
  • 3) Μέτωπο:
    • Το βλέφαρόν της ήτονε πλατύ ουχί περίσσια (Θησ. ΙΒ´ [551]).

[αρχ. ουσ. βλέφαρον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες