Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλέπω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλέπω [vlépo] -ομαι (κυρ. στις σημ. I5, II3) Ρ αόρ. είδα, προστ. δες, απαρέμφ. δει και (σπάν.) ιδεί, παθ. αόρ. ειδώθηκα, απαρέμφ. ιδωθεί, μππ. ιδωμένος : I1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης· δέχομαι, αντιλαμβάνομαι οπτικά ερεθίσματα και σχηματίζω αντίστοιχες παραστάσεις: ~ καλά / μακριά / κοντά / καθαρά / αμυδρά. Είναι τυφλός, δε βλέπει. Bλέπει μόνο με / από το ένα μάτι. Γέρασα και δε ~ καλά. Δε ~ να διαβάσω / να κεντήσω, δεν μπορώ να…, επειδή δε βλέπω. (έκφρ.) όποιος έχει μάτια, βλέπει, για κτ. που είναι ολοφάνερο. 2. στρέφω ή και κρατώ το βλέμμα μου σε μια κατεύθυνση, σε ένα αντικείμενο, κοιτάζω: ~ μπροστά (μου) / πίσω (μου) / πάνω / κάτω / δεξιά / αριστερά / εδώ κι εκεί. ~ από το παράθυρο. ~ με τα κιάλια. Kάθε τόσο βλέπει το ρολόι του. ~ τον ήλιο που / να ανατέλλει. Δες!, κοίταξε. || δες, βλέπε (και συντομογρ.) βλ., για να δηλωθεί παραπομπή, κυρίως σε κείμενα: Bλ(έπε) σελ(ίδα) 58. ΦΡ δε ~ την ώρα, ανυπομονώ. ~ μακριά, έχω οξεία αντίληψη, είμαι διορατικός. ~ κπ. ή κτ. με / από καλό / κακό μάτι*. ~ τον ουρανό σφοντύλι*. 3. (μτφ., για άψ., στο γ' πρόσ.) είμαι στραμμένος, έχω θέση με θέα προς κάποια κατεύθυνση: Tα παράθυρα βλέπουν στον κήπο. Tο κτίριο / η οικοδομή / το διαμέρισμα βλέπει στο δρόμο. 4. αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω, διακρίνω κπ. ή κτ. με τα μάτια μου: ~ κπ. / κτ. καθαρά / αμυδρά. ~ κπ. / κτ. να έρχεται / να φεύγει / να τρέχει. Είδα να τον χτυπούν / να τον κλέβουν / να τον κοροϊδεύουν. Είδα μια λάμψη στο σκοτάδι. Δεν έβλεπες μπροστά σου από την ομίχλη. Είδα στα μάτια του (τον) τρόμο / (την) έκπληξη / (την) απορία / (τη) χαρά. Tο(ν) είδα με τα μάτια μου, ο ίδιος. Ύστερα από τρεις μέρες ταξίδι, είδαμε επιτέλους (τη) στεριά. Mπορείς να δεις τι γράφει η πινακίδα; Aν δεν το δω, δεν το πιστεύω. Στραβός είσαι, δεν το βλέπεις; Mπα, τι ~;, για να δηλωθεί έκπληξη. Είδες εκεί;, για να δηλωθεί ζωηρή έκπληξη για κτ. απροσδόκητο. ΦΡ και εκφράσεις όπως σε ~ και με βλέπεις, για να δηλωθεί ότι αυτό που αναφέρεται είναι πραγματικό, αναμφισβήτητο γεγονός. τα βλέπει διπλά, για άνθρωπο μεθυσμένο. να το δω και να μην το πιστέψω*. να μη σε δω στα μάτια μου. ~ γιατρειά*. …να δουν τα μάτια σου, για να δηλώσουμε μεγάλη αφθονία: Λεφτά / πλούτη / γυναίκες να δουν τα μάτια σου. (και) μην τον είδατε, για κπ. που έφυγε πολύ γρήγορα και αιφνίδια ή που εξαφανίστηκε. ~ το χάρο* με τα μάτια μου. ποιος είδε το Θεό* και δε φοβήθηκε. (δε) ~ άσπρη* μέρα / Θεού πρόσωπο* / καλό* (από κπ.). ~ φως*. ~ το φως* της μέρας. ~ το φως της δημοσιότητας*. δε ~ πέρα από τη μύτη* μου. δε ~ (ούτε) τη μύτη* μου. τα ~ (όλα) μαύρα* / ρόδινα*. δε ~ (μπροστά μου) από την πείνα*. ΠAΡ Aκόμη* δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. Tης νύχτας* τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. α. αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη, την παρουσία κάποιου: Tον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Δε με είδε κι έπεσε πάνω μου. Δεν είδες το αυτοκίνητο; Δεν είδα την απαγορευτική πινακίδα / το φανάρι. β. αντιλαμβάνομαι κπ. ή κτ. ως εικόνα ανάμνησης ή φαντασίας: ~ ακόμα μπροστά μου ολοζώντανη. Bλέπει τον εαυτό του διευθυντή. ~ όνειρο, ονειρεύομαι. (έκφρ.) στο όνειρό* σου / στον ύπνο* σου το είδες; ΦΡ ~ άστρα* / αστεράκια*. γ. διαπιστώνω κτ. (ακούγοντας, κοιτάζοντας): Xτυπάει η πόρτα / το τηλέφωνο· πήγαινε να δεις ποιος είναι. Άκουσα φασαρία και ήρθα να δω τι συμβαίνει. 5. (κυρ. για θέαμα) παρακολουθώ κτ. με τα μάτια μου: ~ τηλεόραση / ποδόσφαιρο / μπάσκετ / κινηματογράφο. Είδες τις ειδήσεις / το έργο / το τηλεπαιχνίδι; Είδα την ανατολή / τη δύση του ήλιου. Είδαμε ένα εκπληκτικό θέαμα. || Aυτή η ταινία δε βλέπεται!, είναι κακής ποιότητας, αισθητικής. II. (μτφ.) 1. (για γιατρό) εξετάζω ασθενή: Nα πας να σε δει γιατρός / δερματολόγος / καρδιολόγος. Mε είδε ο γιατρός αλλά δε μου βρήκε τίποτα. 2. έχω το νου μου σε κπ. ή σε κτ., προσέχω, επιτηρώ: ~ το φαΐ / το παιδί. Kάποιος να βλέπει τη φωτιά στο τζάκι. 3. έρχομαι σε επαφή, σε επικοινωνία με κπ. α. επισκέπτομαι κπ.: Έρχεται κάπου κάπου και με βλέπει. Θα περάσω να σε δω. Γιατί δεν ήρθες να μας δεις; β. συναντώ κπ.: Tον ~ κάθε πρωί στο λεωφορείο. Έχω να τη δω μια βδομάδα. Θα σε δω το βράδυ. Δεν ειδωθήκαμε καθόλου τελευταία. Mήπως είδες την Ελένη σήμερα; Θα πάω να δω το δικηγόρο μου, να τον συναντήσω για να τον συμβουλευτώ. Bλέπονται κρυφά, κυρίως για ερωτικές συναντήσεις. ΠAΡ Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται*. γ. γνωρίζω κπ.: Kάπου τον έχω δει αλλά δε θυμάμαι πού. (έκφρ.) κάπου σ΄ είδα, κάπου μ΄ είδες ή πού σε είδα, πού με είδες ή πού σε είδα, πού σε ξέρω, για αμυδρή, αόριστη ανάμνηση γνωριμίας ή, κυρίως, για αδιαφορία. 4α. σχηματίζω αντίληψη για κτ., αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω: Tώρα ~ τι σφάλμα έκανα / πόσο τον αδίκησα. ~ πως δε συμμορφώνεται / δε βάζει μυαλό. Θα δεις πως / ότι έχω δίκιο. Όπως είδες, δεν έγινε τίποτα. H Ελλάδα, όπως θα δούμε, παίζει σημαντικό ρόλο στα Bαλκάνια. Είδα πως / ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα / δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Δε ~ τι νόημα έχει αυτή η συζήτηση. Δε ~ πού είναι το αστείο. Θέλω να δω, αν θα το τολμήσει. Aυτό θα το δούμε! || Bλέπεις / είδες;, για επιβεβαίωση, επαλήθευση:Είδες τι / που σου έλεγα ; Bλέπεις ότι είχα δίκιο; || Δες, πρέπει να ξέρεις, να λάβεις υπόψη σου. || (και ως απειλή) Θα δεις!: Θα δεις τι θα πάθεις / τι θα σου κάνω / τι σε περιμένει! β. διαμορφώνω γνώμη, κρίση, άποψη για κτ., κρίνω, εκτιμώ: Πώς βλέπεις την κατάσταση / τα πράγματα; ~ ένα γεγονός στις πραγματικές του διαστάσεις. H κατάσταση, ιδωμένη από οικονομική σκοπιά, είναι τραγική. Tα βλέπει όλα υπό το πρίσμα του στενού συμφέροντος. Πώς θα έβλεπες την πιθανότητα να συνεταιριστούμε; γ. διατυπώνω μια πρόβλεψη, μια εκτίμηση: Δε ~ σύντομα εκλογές. Tον ~ σύντομα υπουργό. Tους ~ να καταλήγουν στη φυλακή. δ. (για πρόσ.) αντιμετωπίζω κπ., συμπεριφέρομαι σε κπ. με έναν ορισμένο τρόπο: ~ κπ. σαν φίλο μου / σαν εχθρό μου / σαν παρείσακτο. Mε βλέπει με δυσπιστία / με φθόνο / με υποψία / με εμπιστοσύνη. (έκφρ.) ~ κπ. σαν το χάρο* / σαν κουνούπι*. 5α. διερευνώ, εξετάζω, σκέφτομαι ένα θέμα, μια υπόθεση: ~ την ουσία μιας υπόθεσης / ένα θέμα συνολικά / όλες τις πτυχές ενός προβλήματος. Πρέπει να δούμε πώς θα λύσουμε το πρόβλημα / πώς θα βρεθεί κάποια διέξοδος. (έκφρ.) βλέποντας και κάνοντας, χωρίς προσχεδιασμένο τρόπο δράσης. β. ελέγχω, εξετάζω κτ.: Πήγα το αυτοκίνητο στο συνεργείο για να δουν τα φρένα του. Είδα το γραπτό σου και ήταν γεμάτο λάθη. Ο τροχονόμος ζήτησε να δει το δίπλωμα και την άδεια του οδηγού. 6. βιώνω προσωπικά, ζω (γεγονότα, καταστάσεις, εμπειρίες): Έχω δει πολλά στη ζωή μου. Έχω δει και χειρότερα. Είδαν πολλά τα μάτια μου. (έκφρ.) είδα κι έπαθα*. είδα κι απόειδα, κουράστηκα, απογοητεύτηκα, απελπίστηκα (ύστερα από πολλές και ανεπιτυχείς προσπάθειες).

[αρχ. βλέπω· είδα: μσν. είδα < αρχ. εrδ(ον) αόρ. του ὁρῶ `βλέπω, αντιλαμβάνομαι με την όραση΄, μεταπλ. κατά τους άλλους αορ. σε -α, π.χ. έγραψα]

[Λεξικό Κριαρά]
βλέπω· εβλέπω· ηβλέπω· μπλέπω· αόρ. (ε)βλέπησα· (ε)βλεπήθηκα· ενεστ. προστ. βλέπεσαι· βλέπουσαι· αόρ. προστ. ’δέ· διε· μτχ. βλεπημένος· ιδόντα.
  • 1)
    • α) Βλέπω, έχω την αίσθηση της όρασης:
      • (Ερωτόκρ. Γ´ 528
    • β) έχω την ικανότητα να βλέπω:
      • (Ερωτόκρ. Ε´ 970
    • γ) αντικρίζω:
      • ας ήτο μπορετό τον ήλιο να μη βλέπω (Ζήν. Ε´ 219
    • δ) στρέφω το βλέμμα:
      • (Σπαν. O 232).
  • 2) Φρ.
    • α) βλέπω την ημέραν =
      • (α) ξυπνώ:
        • (Λίβ. P 2545
      • (β) ζω:
        • (Καλλίμ. 1456
    • β) βλέπω καλήν ημέραν = βρίσκω χαρά στη ζωή μου:
      • (Προδρ. II χφ H 96-2 κριτ. υπ.
    • γ) βλέπω ημέραν = κατά τη διάρκεια της ημέρας:
      • (Γλυκά, Στ. 152
    • δ) βλέπω τον κόσμον = (προκ. για μοναχό) ζω προσωρινώς έξω από τη μονή:
      • (Προδρ. IV 461
    • ε) βλέπω αγγέλους, βλ. άγγελος Α´3 φρ.·
    • στ) βλέπω θάνατον = πεθαίνω:
      • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 816
    • ζ) βλέπω εις τον ύπνον μου κάπ. ή κ. = ονειρεύομαι κάπ. ή κ.:
      • (Διήγ. Αλ. F (Lolos) 10424
    • η) δεν βλέπω ύπνον = αδυνατώ να κοιμηθώ, να ησυχάσω:
      • (Διγ. Z 1820
    • θ) δε βλέπω την ώρα να … = ανυπομονώ να …:
      • (Άλ. Κύπρ. 1284).
  • 3)
    • α) Παρακολουθώ με το βλέμμα:
      • (Διγ. Z 3424
    • β) προσέχω με το βλέμμα κ., κοιτάζω:
      • απλώνει και παίρνει, βλέπει το (Λίβ. P 2367
    • γ) περιμένω:
      • έβλεπε και τον καιρόν … να γυρίσεις (Ιστ. Βλαχ. 2139).
  • 4) Διακρίνω:
    • εχωρίζονταν και ουκ εβλέπασίν τους (Αχιλλ. L 345).
  • 5)
    • α) (Ενεργ. και μέσ.) προσέχω, προσέχω κ., προσέχω μήπως:
      • βλέπε τι λαλείς (Διδ. Σολομ. Ρ 123
      • εβλέπουντο μη σφάλει (Ερωτόκρ. Α´ 2175
      • (στους τ. βλέπεσαι, βλέπουσαι = πρόσεχε):
        • βλέπεσαι μην … μετανιώσεις (Πανώρ. Γ´ 132
    • β) (ενεργ. και μέσ.) προσέχω να αποφύγω κ.:
      • τ’ αρμηνεύγει ποιες κοπανιές να βλέπεται (Ερωτόκρ. Β´ 1026
    • γ) δίνω σημασία σε κ.:
      • (Προδρ. ΙV 417
    • δ) (ενεργ. και μέσ.) τηρώ:
      • τα πράγματα ουδέν δυνηθούν να βλεπηθούν χρόνον (Ασσίζ. 38924).
  • 6)
    • α) Εξετάζω:
      • εστήσαν όλοι μέσα τους … να ιδούσιν (Ριμ. Βελ. ρ 850
    • β) εξετάζω (ιατρικώς):
      • βλέπουσιν ευθύς, κρατούσι τον σφυγμόν του (Προδρ. ΙV 565).
  • 7)
    • α) Aναγνωρίζω, παραδέχομαι, λαμβάνω υπόψη μου:
      • δεν βλέπ’ η κρίση ευγένεια (Δεφ., Σωσ. 171
    • β) (με αντικ. λ. όπως θάνατος, κλπ.) υπολογίζω, φοβούμαι:
      • θάνατο δεν εβλέπανε, σα λέοντες αράσσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28511).
  • 8)
    • α) Θαυμάζω:
      • τότε βλέπε, δέσποτα, καλήν φιλοτιμίαν (Προδρ. ΙV 371 χφ H κριτ. υπ.
    • β) καμαρώνω:
      • να βλέπω τα ιλαρά σας … πρόσωπα (Μεταξά, Επιστ. 47).
  • 9) Αισθάνομαι:
    • τι δροσιάν, οπού ’δεν το κορμί μου (Βοσκοπ. 98).
  • 10)
    • α) Ξέρω:
      • Το ριζικό ’μαι, ως βλέπετε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 25
    • β) φρ. ου μπλέπω = δεν ξέρω τι κάνω:
      • (Μαχ. 4627).
  • 11) Πληροφορούμαι:
    • Οι Αμαζόνες είδασι Αλέξανδρος τι μηνάει (Αλεξ. 2535).
  • 12)
    • α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:
      • όλους, ωσάν εβλέπομεν, βούλεσαι να μας φάγεις (Πένθ. θαν. 176
    • β) διαπιστώνω:
      • βλέπω το κρύο δε γνώθεις (Φαλιέρ., Ιστ. 30
      • (με σύστ. αντικ.):
        • ειδωμό είδα τη φτώχεια του λαού μου (Πεντ. Έξ. III 7).
  • 13) Σκέπτομαι να …, αποφασίζω:
    • φέρετε … τον κοντοστάβλην … να δούμεν είντα να ποίσομεν (Μαχ. 3981).
  • 14) Απολαμβάνω:
    • όσοι καλά της είδατε (Λόγ. παρηγ. L 19).
  • 15) Θεωρώ:
    • εποίκαν όρκον … να τον βλεπήσουν ως γιον αφέντην τους (Μαχ. 6803).
  • 16)
    • α) Φροντίζω, προσπαθώ:
      • με την αφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις (Ερωτόκρ. Γ´ 856
    • β) προστατεύω, διαφυλάττω κάπ. ή κ.:
      • ήβαλε το σκουτάριν του ογιά να τη βλεπήσει (Ερωτόκρ. Δ´ 1697
    • γ) (μέσ.) προφυλάσσομαι, παίρνω τα μέτρα μου, προσέχω τον εαυτό μου:
      • η … γυναίκα εβλέπεντονε και ετήρα την παρθενία της (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412
    • δ) (μέσ.) διασώζομαι, γλυτώνω:
      • εβλεπήθησαν από … τον φοβερόν κατακλυσμόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404).
  • 17)
    • α) Επιτηρώ, εποπτεύω, εφορεύω:
      • Ο εμπαλής της χώρας … του ποίου ένι ενέργεια … να βλεπήσει τους λας (Ασσίζ. 27416
    • β) βόσκω:
      • έβλεπε … πρόβατα δικά τση (Βοσκοπ. 11).
  • 18) Επιθεωρώ:
    • ο βασιλεύς … υπήγεν … και έβλεπε τα τείχη (Μ. Χρονογρ. 3523).
  • 19) Φρουρώ:
    • εμηνύσα να βλέπεται το κάστρον εις το καλύτερον (Μαχ. 50829).
  • 20)
    • α) Περιποιούμαι:
      • Βλέπουν σε τα ψυχάρια μου και έχουν σε ως αυθέντην (Προδρ. I 88
    • β) φροντίζω:
      • Ζητώ σου … να σου το βλεπήσω (ενν. το ’σσώκαστρον) (Μαχ. 40435).
  • 21) Επισκέπτομαι:
    • οι άνδρες το συχνιό επηαίναν και τους βλέπαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52923).
  • 22) Αποβλέπω, προσβλέπω:
    • (Σπαν. Va 441).
  • 23) «Oραματίζομαι»:
    • αν αρρωστώ … την παλαμίδαν βλέπω (Προδρ. ΙV 248-20 χφ P κριτ. υπ).
  • 24) Zω ένα γεγονός:
    • να δει στα γερατειά τέτοιον υγιό να χάσει (Ερωτόκρ. Γ´ 876).
  • 25) (Προστ. αορ. β´ πρόσ.) να!, ιδού:
    • ιδέτε θαύμα μέγα (Προδρ. IV 416).

[αρχ. βλέπω. Οι τ. εβλέπω και ηβλέπω και σήμ. ιδιωμ. Οι τ. εβλέπησα και βλέπουσαι και σήμ. κρητ. Ο τ. βλεπημένος και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες