Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβλίον το· βιβίλιο· βιβιλιόν· βιβλιό(ν)· βιβλίο.
-
- 1) Βιβλίο (χειρόγραφο ή έντυπο), σύγγραμμα:
- (Χρον. Μορ. H 1507), (Φλώρ. 183), (Διήγ. Αλ. V 26).
- 2) Mέρος, τμήμα συγγράμματος:
- ετούτο το βιβλίον χωρίζει εις βιβλία δώδεκα (Θησ. Πρόλ. μετά στ. [260]).
- 3) Επίσημο βιβλίο καταγραφής φεουδαρχικών κτημάτων:
- ηφέραν το βιβλίον όπου ήτο η μερισία (Χρον. Μορ. H 1908).
- 4) (Προκ. για κώδικα νόμων):
- του νόμου το βιβλίον (Χρον. Μορ. P 7587)·
- το βιβλίον εκείνο όπου γράφουσιν του τόπου τα συνήθια (Χρον. Μορ. H 7638).
[αρχ. ουσ. βιβλίον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Βιβλίο (χειρόγραφο ή έντυπο), σύγγραμμα: