Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βιβάζω.
  • (Μέσ.) περνώ μέσα:
    • εν τάχει τας κλίμακας θέντες εντός εβιβάσθησαν (Δούκ. 3713).

[αρχ. βιβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες