Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βηρύλλιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βηρύλλιος, επίθ.
  • Που είναι κατασκευασμένος από την πολύτιμη πέτρα βήρυλλο:
    • βηρύλλιον τε θώρακα (Βίος Αλ. 5387).

[<μτγν. ουσ. βήρυλλος η + κατάλ. ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες