Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλίσκος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βασιλίσκος (I) ο.
  • Είδος φιδιού·
    • (συνηθέστ.) φανταστικό μεγάλο ερπετό με μαγικές/υπερφυσικές βλαπτικές δυνάμεις:
      • όφιν τον βλάπτοντα και τον βασιλίσκον, δράκοντα τον γενναίον (Ιατροσόφ. 2620
      • θηρίον φοβερόν ο βασιλίσκος (Φυσιολ. 37310· Διήγ. Αλ. V 26).
  • Η λ. και ως κύρ. όν.:
    • (Ζήν. Πρόλ. 95).

[μτγν. ουσ. βασιλίσκος (DGE). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βασιλίσκος (II) ο.
  • Είδος ογκώδους πυροβόλου του 16. αι., συν. μέρος του οπλισμού ορισμένων πολεμικών πλοίων:
    • (Αχέλ. 2025).

[<ιταλ. basilisco]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες