Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασίλειον το· βασίλειο.
-
- 1) Βασιλική κατοικία, ανάκτορο:
- (Χρον. σουλτ. 659).
- 2) Βασιλική επικράτεια:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 25)·
- (μεταφ.):
- το βασίλειον του ουρανού (Θρ. Κων/π. B 54)·
- στου πόθου το βασίλειον (Κυπρ. ερωτ. 11124)·
- του σκότου το βασίλειο (Ζήν. Β´ 259).
- 3) Το βασιλικό αξίωμα και η εξουσία:
- (Πεντ. Αρ. XXIV 7).
[αρχ. ουσ. βασίλειον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Βασιλική κατοικία, ανάκτορο: