Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύ
61 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυ- [vari] & βαρ- [var], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν & βαρύ- [varí] ή βάρ- [vár], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (συχνά λαϊκότρ.) βαριο- [varjo] & βαριό- [varjó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βαρι- [vari], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. 1. με επιτατική λειτουργία, δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, είναι ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό: βαριακούω ~βογκώ, ~φορτώνω· βαριαναστενάζω, βαριαρρωσταίνω· ~πενθής, ~σήμαντος· βάρυπνος· βαρύμαγκας· ~χειμωνιά. 2. προσδίδει την έννοια της δυσκολίας σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· δυσ-: ~βάσταχτος, ~κίνητος. 3. (συχνά εναλλαγή βαρυ- / βαριο-) α. δηλώνει άσχημη, βαριά διάθεση: βαρύθυμος, βαριόμοιρος. β. εναλλάσσεται με το κακο-: ~καρδίζω, ~φαίνεται, ANT καλο-· ~στομαχιά. 4. (ιατρ.) δηλώνει απόκλιση από την κανονική λειτουργία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: βαρήκοος, βαρύγλωσσος· βαρηκοΐα, βαραισθησία.

[αρχ. βαρ(υ)- & λόγ. (ιδ. στη σημ. 4) < αρχ. βαρ(υ)- θ. του επιθ. βαρύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαρύ-θυμος, βαρυ-ήκοος (μσν. βαρήκοος με αποφυγή της χασμ.) & λόγ. < διεθ. bary- < αρχ. βαρυ-: βαρυ-μετρία < γαλλ. barymétrie· μσν. βα ρι(ο)- < βαρύ(ς) -ο-: μσν. βαριό-μοιρος, βαρι-αναστενάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύαυλος ο [varíavlos] Ο20 : το φαγκότο.

[λόγ. βαρυ- + αυλ(ός) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυβρέμων, επίθ.
  • (Προκ. για ζώο) που βρυχάται δυνατά:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 308).

[<βαρυ‑ + βρέμω. Η λ. το 10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυγγώμια η· βαργωμία.
  • Δυσφορία, δυσαρέσκεια:
    • να τους υπακούουσι χωρίς βαργωμίαν (Χριστ. διδασκ. 137).

[<βαρυγγωμώ + κατάλ. ια. Η λ. και τ. βαργώμια και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυγγωμώ· βαρυγωμώ· μτχ. παρκ. βαρυγωμισμένος.
  • Α´ (Αμτβ.) δυσανασχετώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [268]).
  • Β´ (Μτβ.) αγανακτώ εναντίον κάπ.:
    • (αυτ. Α´ [30]).
  • Η μτχ. παρκ. βαρυγωμισμένος ως επίθ. = που δυσανασχετεί, δύσθυμος:
    • (αυτ. Δ´ [842]).

[<βαρυγνωμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (νεότ. γρ. γκο‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύγδουπος -η -ο [varíγδupos] Ε5 : που δημιουργεί θόρυβο, εντύπωση (συχνά σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα): Bαρύγδουπες δηλώσεις / διακηρύξεις, μεγαλόστομες, ηχηρές. Bαρύγδουπα ονόματα.

[λόγ. < αρχ. βαρύγδουπος `που βροντάει δυνατά (για το θεό Δία)΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυγκόμια η [variŋgómna] Ο25α : (οικ.) 1. δυσφορία, δυσανασχέτηση. 2. παράπονο απέναντι σε κπ.

[βαρυγκομ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυγκομώ [variŋgomó] & -άω Ρ10.1α μππ. βαρυγκομισμένος : (οικ.) 1. δυσφορώ, δυσανασχετώ: Kάνε υπομονή και μη βαρυγκομάς. 2. αγανακτώ, οργίζομαι με κπ. ή με κτ.

[μσν. βαρυγνωμώ < βαρύγνωμ(ος) -ώ < βαρυ- + γνώμ(η) -ος (η αλλ. [γ > g] ίσως από ενδιάμεση αντιμετάθ. [γn > ŋγ] και τροπή [ŋγ > ŋg] ) (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύγλυκος ο [varíγlikos] Ο20 : ελληνικός καφές που περιέχει πολλή ποσότητα καφέ και είναι πολύ γλυκός: Φέρε μου ένα βαρύγλυκο. || (ως επίθ.): Ένας ~ καφές είναι ό,τι χρειάζεται!

[βαρυ- + γλυκ(ός) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρύγλωσσος, επίθ.
  • Βραδύγλωσσος:
    • (Πεντ. Έξ. IV 10).

[μτγν. επίθ. βαρύγλωσσος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες