Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαλμός ο.
  • Τοποθέτηση·
    • (ως σύστ. αντικ.) φρ. βάνω βαλμό = τοποθετώ, θέτω:
      • βαλμό να βάλεις απάνου σου βασιλιά (Πεντ. Δευτ. XV II 15).

[<αόρ. του βάνω + κατάλ. μός. Τ. ιδιωμ. (ΙΛ, στη λ.). Άσχ. η λ. βαλμός που απ. στον Ησύχ., κ.α. (L‑S, DGE, LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες