Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύπλουτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθύπλουτος -η -ο [vaθíplutos] Ε5 : που είναι πολύ πλούσιος· ζάπλουτος: Bαθύπλουτοι επιχειρηματίες / έμποροι.

[λόγ. < αρχ. βαθύπλουτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες