Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαίνω [véno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προχωρώ, εξελίσσομαι: H κρίση βαίνει προς εκτόνωση. Όλα βαίνουν καλώς.

[λόγ. < αρχ. βαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαίνω (I).
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Πηγαίνω κάπου:
        • (Κορων., Μπούας 72), (Διγ. Z 1801
      • β) βαδίζω, περπατώ:
        • (Βίος Αλ. 3378).
    • 2) Προπορεύομαι:
      • έβηκεν ο βασιλεάς (Πεντ. Γέν. XIV 8).
    • 3) Φρ. βαίνω εις δύναμιν = δυναμώνω:
      • (Διγ. Z 1346).
  • Β´ (Μτβ.) περνώ, διαβαίνω:
    • ουκ έβηκαν τες πόρτες (Θησ. (Foll.) I 82).

[αρχ. βαίνω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βαίνω (II),
βλ. βάνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες