Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάσις η.
  • 1) Σκάλα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 907).
  • 2) Πέρασμα, διάβαση:
    • τοις ρεύμασι κωλύοντα την βάσιν τοις ανθρώποις (Βίος Αλ. 3381).

[αρχ. ουσ. βάσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες