Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάρβαρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
βάρβαρος, επίθ.
  • Α´ (Επίθ.) αγροίκος, απολίτιστος· βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος:
    • άνθρωπον … βάρβαρον και κτηνώδη (Βίος Αλ. 4581).
  • Β´ (Ως ουσ.) άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος:
    • πίνουσιν οι βάρβαροι το κρασοπινακάτο (Ιστ. Βλαχ. 2116
    • (εδώ προκ. για Τούρκο):
      • ο ερχομός του αθέου τούτου βαρβάρου (Βελλερ., Επιστ. 7710).

[αρχ. επίθ. βάρβαρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάρβαρος -η -ο [várvaros] Ε5 : 1. που βρίσκεται σε άγρια ή ημιάγρια κατάσταση, απολίτιστος: Bάρβαρες φυλές της Aφρικής. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια βάρβαροι λαοί. 2α. που είναι βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, κτηνώδης: Ο φασισμός είναι βάρβαρο καθεστώς. H γενοκτονία των Aρμενίων ήταν μια βάρβαρη πράξη. || (έκφρ.) βάρβαρη ώρα, οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή για άλλες δραστηριότητες. β. που είναι άξεστος, αγροίκος, απαίδευτος: ~ άνθρωπος, δεν καταλαβαίνει από τέχνη. Πότε θα μάθεις τρόπους, βάρβαρε άνθρωπε; 3. (για τους αρχαίους Έλληνες) καθένας που δεν είναι Έλληνας. || (ως ουσ.) ο βάρβαρος. βάρβαρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[3: λόγ. < αρχ. βάρβαρος, ηχομιμ. (προφ. [barbar], σύγκρ. σημερ. ηχομιμ. μπουρ μπουρ μπουρ), ίσως ανατολ. προέλ. (πρβ. σανσκρ. barbarah `τραυλός, όχι Άριος΄, σημιτ. barbaru `ξένος΄)· 2: αρχ. βάρβαρος· 1: λόγ. επίδρ. των νεότ. γλωσσών]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρβαροσύνη η.
  • Απαιδευσία:
    • η τούτων χοντροσύνη, η αμαθία … και η βαρβαροσύνη (Γκίνου, Στ. 6).

[<επίθ. βάρβαρος + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες