Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάλσαμον το· βάρσαμο· μπάλσαμο.
-
- 1) Βαλσαμόδεντρο:
- εβλάστησε βοτάνη, το βάλσαμον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2142).
- 2) Η αρωματική ρητίνη του παραπάνω φυτού, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς:
- (Ιερακοσ. 43415), (Πανώρ. Β´ 206).
- 3) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
- βασιλικά στην στράταν σου, βάρσαμα στην οδόν σου (Ερωτοπ. 361).
[αρχ. ουσ. βάλσαμον. Ο τ. μπά‑ και η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Βαλσαμόδεντρο: