Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάλανος η [válanos] Ο36 : (ανατ.) το άκρο του πέους.
[λόγ. < αρχ. βάλανος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάλανος η.
-
- (Πιθ.) υπόθετο (καθαρτικό· η σημασ. αρχ., βλ. L‑S, στη λ. ΙΙ6):
- Σύνθεσις βαλάνου (Ιατροσ. κώδ. לζ´).
[αρχ. ουσ. βάλανος. Η λ. και σήμ. λόγ. με διαφορ. σημασ.]
- (Πιθ.) υπόθετο (καθαρτικό· η σημασ. αρχ., βλ. L‑S, στη λ. ΙΙ6):