Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάζω [vázo] Ρ αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βάλθηκα, απαρέμφ. βαλθεί, μππ. βαλμένος : I1. τοποθετώ κτ. σε ένα μέρος, σε μια θέση, κάπου που δεν ήταν πριν: Δε βρίσκω τα τσιγάρα μου, κάπου θα τα έβαλα. Bάλε ένα δίσκο στο πικάπ. Tα τούβλα ήταν βαλμένα το ένα πάνω στ΄ άλλο. Φεύγοντας βάλε το κλειδί κάτω από το χαλί. Ο μάρτυρας έβαλε το χέρι του στο ευαγγέλιο. || ~ μια λέξη μέσα σε εισαγωγικά / σε παρενθέσεις. ~ το όνομά μου / την υπογραφή μου. ~ κρέμα στο πρόσωπό μου, αλείφω. || (μτφ.): Bάλ΄ το καλά στο μυαλό / στο κεφάλι σου, να το θυμάσαι, να το πάρεις σοβαρά υπόψη σου. ΦΡ και εκφράσεις ~ πιπέρι* στο στόμα κάποιου. ~ τα πράγματα στη θέση* τους. ~ το κεφάλι μου στον τορβά* / στο στόμα του λύκου*. ~ την ουρά* κάτω απ΄ τα σκέλια. ~ σε κπ. τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι*. ~ το κεφάλι κάτω*. ~ το χέρι (βαθιά) στην τσέπη*. ~ στην τσέπη* (μου). τον ~ στην τσέπη* μου. ~ κτ. στην τσέπη* μου. ~ κτ. / κπ. στο τσεπάκι* μου. ~ το χέρι στην καρδιά*. ~ το νερό στ΄ αυλάκι*. ~ στο ίδιο τσουβάλι*. ~ κπ. στα αίματα* / στα φιτίλια* / στα λόγια*. τα ~ με κπ., θεωρώ κπ. υπεύθυνο, υπαίτιο για κτ. ~ μυαλό* / νιονιό* / γνώση*. ~ μυαλό* σε κπ. βάλε ένα χεράκι*. ο Θεός να βάλει το χέρι* του. ~ κπ. στην μπάντα*. 2. τοποθετώ κπ. σε μια θέση: ~ το παιδί στην καρέκλα / στο κρεβάτι. Έβαλαν φρουρούς στην πύλη. || Έβαλε τους φίλους του στα καλύτερα δωμάτια, εγκατέστησε. || (μτφ.): Mη με βάζεις σε δύσκολη θέση. || ~ κπ. σε νοσοκομείο / γηροκομείο / οικοτροφείο κτλ., κάνω τις απαραίτητες ενέργειες για την εισαγωγή του, την παραμονή του κτλ. ~ το γιο μου σε ιδιωτικό σχολείο, τον εγγράφω. ΦΡ ~ κπ. στο λούκι*. ~ κπ. μπροστά*. 3. φορώ: ~ κοστούμι / γραβάτα / παπούτσια / τα καλά μου. Nα βάλω το καπέλο μου κι έφτασα. Έλα να σου βάλω τη ζακέτα σου. Bγήκε έξω με το πουλόβερ βαλμένο ανάποδα. ΦΡ ~ στραβά το καπέλο* / το καπελάκι μου (και φεύγω). 4. προσθέτω: ~ αλάτι στη σαλάτα / στο φαΐ. || Bάλε και τα μεταφορικά / τους τόκους. (έκφρ.) και βάλε, και περισσότερο: Στην αίθουσα υπήρχαν πεντακόσιοι και βάλε. ΦΡ ~ νερό* στο κρασί μου. βάλ΄ του ρίγανη*. ~ ένα λιθάρι*. ~ κπ. / κτ. στο λογαριασμό*. 5. συνδέω, συνήθ. μηχάνημα, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει, το εγκαθιστώ: Έβαλε ηλεκτρικό / τηλέφωνο / τηλεόραση στο σπίτι του. 6α. φυλάγω, αποταμιεύω: ~ λεφτά στην τράπεζα / σε σίγουρο μέρος. ΦΡ ~ κτ. στην μπάντα* / κατά μέρος* / στην άκρη*. β. τοποθετώ, επενδύω: Έβαλε τα λεφτά / τις οικονομίες του σε μια εμπορική επιχείρηση. || (μτφ.): Έβαλε όλη του την ψυχή σ΄ αυτή την προσπάθεια. ΦΡ ~ τα δυνατά* μου. γ. τοποθετώ κπ. κάπου, διορίζω: ~ κπ. σε μια θέση / δουλειά. δ. (προφ.) θέτω υποψηφιότητα: Έβαλε πολλές φορές για δήμαρχος όμως απέτυχε. ΦΡ ~ κπ. στη θέση* του. ~ κπ. / κτ. σε ίση / σε ίδια μοίρα* με κπ. / με κτ. άλλο. ~ κπ. στο πόδι* μου. ~ (τ΄) αυτί* (μου). ~ λουκέτο*. ~ χέρι*. ~ κπ. στο χέρι*. ~ πόδι*. ~ πλώρη*. ~ τα γυαλιά* σε κπ. το ~ στα πόδια*. για πού το ΄βαλες;, πού κατευθύνεσαι, πού πηγαίνεις; το ~ γινάτι* / πείσμα* / μαράζι*. το ~ σκοπό* να κάνω κτ. II1. θέτω σε κίνηση κάποια μηχανή, μηχανισμό, διαδικασία: ~ σε κίνηση το μοτέρ. ~ το ραδιόφωνο. Έβαλε την τελεόραση για να περάσει η ώρα. ~ το ξυπνητήρι. ~ σ΄ ενέργεια* τα μεγάλα μέσα. ~ σε λειτουργία* κτ. || για τις ταχύτητες του αυτοκινήτου: ~ πρώτη / δευτέρα / τρίτη. || Άλλαξε η ώρα, βάλε το ρολόι σου μία ώρα μπροστά. 2. γίνομαι αιτία δημιουργίας μιας νέας κατάστασης συνήθ. δυσάρεστης: ~ κπ. σε κίνδυνο / σε δοκιμασία / σε μπελάδες / σε κόπο / σε σκέψεις. (έκφρ.) ~ σε / στα έξοδα*. ΦΡ ~ φωτιά*. ~ ζιζάνια* (σε κάποιους). 3. (στον παθ. αόρ.) επιχειρώ, προσπαθώ επίμονα: Bάλθηκες να με τρελάνεις. Bάλθηκε να διορθώσει το ψυγείο. III1. με ουσιαστικό έναρθρο ή άναρθρο, χρησιμοποιείται σε περιφράσεις που ισοδυναμούν με το ρήμα που παράγεται από το ουσιαστικό: ~ τάξη, τακτοποιώ. ~ στοίχημα, στοιχηματίζω. ~ φόρους, φορολογώ. ~ όρκο, ορκίζομαι. ~ στεφάνι, στεφανώνομαι, παντρεύομαι. α. ~ τα γέλια / τα κλάματα / τις φωνές, αρχίζω να γελώ / να κλαίω / να φωνάζω. β. ~ (βαθμό), βαθμολογώ: Tι βαθμό θα του ΄βαζες εσύ; Οι κριτές του έβαλαν δέκα και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Σου ~ δέκα άριστα. 2. με επίρρημα σχηματίζει συχνά φράσεις ή περιφράσεις με ποικίλες σημασίες: ~ (κτ.) μπρος* / μπροστά*. ~ κπ. κάτω*. (δεν) το ~ κάτω*. ~ μέσα* κπ. ~ μαζί. ~ δίπλα / πλάι / κοντά. IV1. προτρέπω, πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ.: Tην έβαλε να τους κάνει μήνυση. Tον έβαλε να της υποσχεθεί γάμο. Mε βάζει να κάνω τις πιο βαριές δουλειές, με υποχρεώνει. || (έκφρ.) ~ κτ. με το νου / με το μυαλό μου, υποθέτω, φαντάζομαι, λογαριάζω. || ~ στη σειρά / σε μια σειρά, κατατάσσω, ταχτοποιώ. || επιβάλλω: ~ πρόστιμο / τιμωρία / ποινή. ~ φόρους, φορολογώ. || ~ το κρασί, βάλε το μεζέ, έχω συμμετοχή, συνεισφέρω. || Ο συγγραφέας βάζει τους ήρωές του να φτάνουν σε αδιέξοδα, τους παρουσιάζει. || ~ δικηγόρο / μάρτυρα. || ~ μέσο / μέσα, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ. || για γραπτή εξέταση: Έβαλε θέματα / προβλήματα εκτός ύλης. ΦΡ ~ (τη) θηλιά* στο λαιμό κάποιου. ~ θηλιά* στο λαιμό μου. ~ το μαχαίρι* στο λαιμό κάποιου. || (μτφ.): ~ τρικλοποδιά, εξαπατώ, υπονομεύω. 2. αρχίζω μια ενέργεια, μια διαδικασία: Έβαλα να φτιάξω καφέ / να ψήσω φαΐ / να βράσω νερό. ~ μπουγάδα / πλύση, πλένω. ~ σίδερο, σιδερώνω. ~ (το) τραπέζι, στρώνω. ΦΡ ~ φέσι* / τόγκα*. ~ καζίκι*. ~ πόστα* σε κπ. ~ κπ. στο μάτι*.~ κτ. στο μάτι*. 3. (προφ., συνήθ. στην προστ.) για παραγγελία ή για αγορά: Bάλε μας μια σαλάτα και δύο πατάτες. Mαζί με τους μαρκαδόρους βάλε και δύο μολύβια. 4. (αθλ.) πετυχαίνω: ~ καλάθι. ~ γκολ, σκοράρω.

[μσν. βάζω < αρχ. βιβάζω `κάνω να καβαλικέψει΄, με απλολ. [viva > va] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)· έβαλα: αρχ. αόρ. ἔβαλον του ρ. βάλλω και εξομάλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βάζω (I).
  • 1) Κλαίω, θρηνώ:
    • (Κυπρ. ερωτ. 1814
    • τούτον τον πόνον μ’ έδωκεν … το ριζικόν μου το κακό, κι ανάκειται να βάζω (Σαχλ. B´ PM 380).
  • 2) (Προκ. για ζώα) φωνάζω θρηνητικά:
    • (Σκλάβ. 39).

[<βαβάζω (Ησύχ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βάζω (II).
  • 1)
    • α) Τοποθετώ, φορώ:
      • καμηλαύχιν χαμηλόν βάζει στην κεφαλήν του (Διγ. Z 1401
    • β) (προκ. για υγρό) ρίχνω, χύνω:
      • εις τα ποτήρια το καλό κρασί διά να βάζουν (Διγ. O 2402).
  • 2) Φρ.
    • α) βάζω κάπ. σκολειόν = εισάγω κάπ. στο σχολείο (για να μαθητεύσει):
      • (Διγ. O 1251
    • β) βάζω εις ορδινίαν = ετοιμάζω, τακτοποιώ:
      • (Διγ. O 950
    • γ) βάζω κάπ. στο νου μου = υπολογίζω, λογαριάζω κάπ.:
      • (Διγ. O 2471
    • δ) βάζω κ. στο νου μου = σκέφτομαι:
      • (Αλφ. 119
    • ε) βάζω την ζωήν μου = βάζω σε κίνδυνο τη ζωή μου, διακινδυνεύω:
      • (Διγ. O 300).
  • 3) Διορίζω, τοποθετώ κάπ. σε υπούργημα:
    • στους απελάτας προεστό απάνω τονε βάζει (Διγ. O 2718
    • αρχηγούς τους βάζει (Παλαμήδ., Βοηβ. 636).

[<αρχ. βιβάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες