Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύτε
38 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεγκατάλειψη s. αυτοεγκατάλειψη.
[Λεξικό Κριαρά]
αυτείνος, αντων.
  • Aυτός
    • 1) (Ως αντιδιασταλτική) αυτός ο ίδιος:
      • Kαι η κάμαρη η μεγάλη ως και αυτείνη εκάγηκε (Λεηλ. Παροικ. 555).
    • 2) (Ως επαναληπτική):
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4591).
    • 3) (Ως δεικτική):
      • (Pοδολ. Δ´ 181
      • Aυτείνα όλα δείχνουσι στο τέλος τι αξίζου (Bεντράμ., Φιλ. 21).
    • 4) (Ως προσωπ., προκ. για το γ´ πρόσ.):
      • αυτεινής σκλάβα Αιγύφτισσα (Πεντ. Γέν. XVI 1· Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 175).

[<αντων. αυτός κατά την αντων. εκείνος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτείνος -η -ο [aftínos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός. || συνήθ. με το επίρρημα αυτού σε εκφορές με επιτατική σημασία: Aυτείνη αυτού το ΄καμε, όχι εγώ.

[μσν. αυτείνος < συμφυρ. αυτ(ός) + (εκ)είνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτέλεγχος s. αυτοέλεγχος.
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεμβόλιο [aftemvόlio] το, (L) med
  • vaccine prepared fr cultures obtained fr the patient himself, autovaccine

[fr kath (neol) αυτεμβόλιον, calqued on ISV autovaccine]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτενέργεια η [aftenérjia] Ο27 : το να ενεργεί κάποιος από μόνος του, από δική του βούληση ή παρόρμηση, χωρίς να παρακινείται ή να καθοδηγείται από άλλον: Tο σχολείο πρέπει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει την τάση του παιδιού για ~. || η ικανότητα για αυτενέργεια.

[λόγ. < μσν. αυτενέργεια < ελνστ. αὐτοενέργεια με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενέργεια [aftenéryia] η, (L)
  • ability, quality, or result of behaving in a self-acting or independent manner, self-activity, spontaneous action:
    • αιφνιδιασμένο το τάγμα του Θ. έχασε κάθε ~ κι άρχισε να σκορπίζει (TAthanasiadis) |
    • θα ενθαρρύνουμε την ~ των παιδιών, αλλά δεν θα πάψουνε ν' ασκούμε τον έλεγχό μας (TSakellariou) |
    • παρέχεται νόημα στα δεδομένα, όσα επεξεργάζεται η συνείδηση με τη νοητική της ~ (Georgoulis) |
    • δημιουργεί μια επιβολή και μια χειραγωγία του θεατή και δεν του επιτρέπει μια δική του ~ (Dizikirikis)

[fr kath (Koumanoudis: 1836-1897) αυτενέργεια ← MG (11th c.) & αυτοενέργεια (1816, 1863), cpd w. ευέργεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενέργητα [aftenéryita] adv (L)
  • in a self-acting manner, w. initiative, independently:
    • έχει τη δύναμη να πράττει αυτόνομα, αυτοσύνειδα και ~ (Theodorakop)

[der of αυτενέργητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενέργητος, -η, -ο [aftenéryitos] (L)
  • acting independently of external factors, self-acting, self-motivated, spontaneous (syn αυθόρμητος, αυτενεργός):
    • αυτενέργητη νοημοσύνη, προσωπικότητα |
    • η αυτενέργητη δράση και πράξη είναι ο δεύτερος όρος, για να γίνει ο άνθρωπος ηθική προσωπικότητα (Theodorakop)

[fr kath αυτενέργητος ← MG (4th c.), PatrG (Io Damasc.), cpd w. ἐνέργητος (: ἐνεργῶ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενεργός, -ή (& L -ός), -ό [aftenerγós] (L) = αυτενέργητος
:
  • μπορεί η Bουλή της Bαγδάτης ή του Kασμίρ να μετατραπεί σε αυτοδύναμο και αυτενεργό σώμα; (Tsatsos) |
  • ο άνθρωπος ανέκτησε την ελεύθερη, αυτόνομη και αυτενεργό προσωπικότητά του (Theodorakop) |
  • το υποσυνείδητο είναι μια ~ περιοχή και δεν περιμένει να το εκφράσουμε εμείς (Spandonidis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτενεργός, (& Th. Kairis, 1849) αυτοενεργός cpd w. ἐνεργός (Herodot. +)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες