Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αύξω.
-
- 1) Oξύνω:
- λαμβάνει σίδερον χοντρόν, αύξει το εις την μύτην (Φυσιολ. (Legr.) 433).
- 2) Aυξάνω, παρατείνω (την προθεσμία για κάπ.):
- παρακαλεί ετεσαύτα εκείνον και αύξει του … και δίδει του εκείνον του το αμάχιν ιε´ ημέρες πολεμώντα (Aσσίζ. 3111).
[αρχ. αύξω]
- 1) Oξύνω:
[Λεξικό Κριαρά]
- αυξώ· αξώ.
-
- Aυξάνομαι, πληθαίνω:
- αξούν οι πλήξες μου και θρέφουνται (Kυπρ. ερωτ. 927).
[<αυξάνω]
- Aυξάνομαι, πληθαίνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύξων -ουσα -ον [áfkson] Ε12 : (λόγ.) ~ αριθμός, αύξοντας. Aύξουσα πρόοδος, πρόοδος που αυξάνεται.
[λόγ. < ελνστ. αὔξων, μεε. του αρχ. αὔξω `αυξάνομαι΄ σημδ. γερμ. steigende Zahl]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύξων, -ουσα, -ον [áfkson] gen m, n αύξαντος, (L)
- increasing, rising (syn in αυξανόμενος):
- ~ πληθυσμός |
- ~ αριθμός serial number |
- αύξουσα αγραμματοσύνη, ένταση, εξειδίκευση, προσπάθεια |
- math αύξουσα πρόοδος (σειρά) ascending progression (series) |
- με αύξοντα ρυθμό adv phr at an increasing pace, increasingly |
- η νοοτροπία αυτή συνέβαλε στην αύξουσα εχθρότητα |
- η κίνηση του χορού συνοδεύεται από αύξουσα τυμπανοκρουσία (Athanasiadis-N) |
- το εργατικό δυναμικό της χώρας .. φεύγει σε μια κλίμακα αύξουσα στο εξωτερικό (Angelop) |
- τα αστικά κέντρα .. παρουσιάζουν αύξουσα βιοτεχνική και εμπορική κίνηση (Vacalop) |
- μεταρρύθμιση θεμελιωμένη πάνω στην αύξουσα ανάγκη από μαθηματικές γνώσεις (Sotirakis)
[fr kath αύξων, prp of AG (+) αὔξω]
- increasing, rising (syn in αυξανόμενος):