Παράλληλη αναζήτηση
135 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχά1 [axá] (also ααχά & αχάα) excl
- ① expressing understanding or affirmation uh huh:
- '~' έκανε ο νέος, σα να κατάλαβε κάτι ή σα να μην ήθελε να 'χει άλλες περιέργειες (Grigoris)
- ② uttered upon discovering sth aha:
- μια σαΐτα πέρασε ξυστά· '~, ζυγώσανε!' φωνάζει (Petsalis) |
- ~! ο σφυγμός αυτός τρέχει! ακούγεται σαν καλπασμός αραβικής φοράδας! (Melas) |
- ~! .. ο ήλιος έφτασε στα ριζά του δεύτερου ευκάλυπτου ..· όπου να 'ναι (Iatridi)
[onomatopoetic; cf Turk ha]
- ① expressing understanding or affirmation uh huh:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχά2 [axá] (also αχάα & αχά χα) excl expressing amusement or derision
- haha (syn αχαχούχα, αχού 4, χαχά):
- poem ο γέρος πάτησε τα χάχανα και κουρταλάει τις φούχτες |
- | 'αχάα! δεν είναι η πρώτη δα φορά που σκότωσα δαιμόνους!' (Kazantz Od 20.827)
[onomatopoetic]
- haha (syn αχαχούχα, αχού 4, χαχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάδευτος s. αχάιδευτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχαΐα [axaía] η, (& D Aχαγιά) (L) geogr
- province or prefecture in NPelop, Achaia:
- η ~ ονομάζουνταν πρωτύτερα Aιγιάλεια .. επειδή εκτείνουνταν απάνω εις τον αιγιαλό (Demetrieis) |
- τον Π. τον τουφέκισαν στην Aχαγιά, γιατί βρήκαν στο κατώι του έναν Eγγλέζο (GSaranti) [fr kath Aχαΐα ← K (also pap), AG (Thuc. etc) \Aχαΐα (this fr \Aχαι_ι*α); see Schwyzer, Griech. Gramm. 1.79; Kretschmer, Glotta 33
[1954], 1ff; in class. times Aχαιοί designates the people settled in the N of Pelop (the term applies also to a tribe in Thessaly); cf Chantraine, Dict. ὐt. 1.149]
- province or prefecture in NPelop, Achaia:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάιδευτος -η -ο [axáiδeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαϊδέψει, που δεν έχει γνωρίσει χάδια.
[α- 1 χαϊδεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάιδευτος, -η, -ο [axái∂eftos] (& αχάδευτος)
- ① not stroked, not fondled, uncaressed (syn αθώπευτος L, ant θωπευτικός, χαϊδεμένος, χαϊδευτός):
- αχάιδευτο κεφάλι, χέρι |
- poem κι ολόρθοι σάλευαν τρικυμιστοί και ροδαποκορφίζαν | οι δροσεροί μαστοί, που αχάδευτοι μες στην ερμιά στενάζαν (Kazantz Od 22.155) |
- μ' εξέχανες αχάιδευτο σε μι' άκρη ώρα πολλή (Zotos)
- ② uncared-for, not mothered, not pampered, unloved (syn ακανάκευτος, ant χαδιάρικος, χαϊδεμένος):
- poem μήπως και του Xάροντα, | καθώς θα σε κοιτάξει, | του φανείς αχάιδευτο | και σε παραπετάξει (Palam) |
- πάρε και τούτην τη φτωχή, | ξένην κι αχάιδευτη ψυχή (Agras) |
- .. η γλάστρα μοναχή στο παραθύρι στέκει, | αχάιδευτη κι απότιστη και παραπονεμένη (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera) αχάιδευτος, cpd w. χαϊδευτός, whose der is χαϊδευτ-ικός (: χαϊδεύω)]
- ① not stroked, not fondled, uncaressed (syn αθώπευτος L, ant θωπευτικός, χαϊδεμένος, χαϊδευτός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαιικός -ή -ό [axeikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aχαιούς.
[λόγ. < αρχ. Ἀχαιικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαϊκός -ή -ό [axaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aχαιούς ή στην Aχαΐα: ~ πολιτισμός. Aχαϊκή διάλεκτος. Aχαϊκά ανάκτορα. Aχαϊκή Συμπολιτεία.
[λόγ. < ελνστ. Ἀχαϊκός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαϊκός1, -ή, -ό [axaikós] (L) AG hist
- of or pertaining to the Achaeans, Achaean:
- Aχαϊκή Συμπολιτεία Achaean Confederacy |
- βοήθησε τον Έχτορα μπροστά στο αχαϊκό τείχος να σπάσει τις πύλες του (Kakridis) |
- η αχαϊκή εποχή δεν έχτισε ναούς στους θεούς της (Evelpidis) |
- όταν έγινε το μεγάλο ξάπλωμα του μυκηναϊκού πολιτισμού, είχε κιόλας αναπτυχθεί η ελληνική αχαϊκή γλώσσα (NPlaton) |
- οι Mυκηναίοι .. επωφελήθηκαν από την τελική καταστροφή των Mινωικών κέντρων, για να ιδρύσουν αχαϊκό κράτος στην Kρήτη (Stratou)
[fr kath αχαϊκός ← MG (CGL), K, der of AG ἀχαι-ικός & Attic Aχαϊκός, this der of Aχαιός]
- of or pertaining to the Achaeans, Achaean:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαϊκός2, -ή, -ό [axaikós] (L) geogr
- of or pertaining to Achaia (NPelop):
- είχα φύγει από την Πάτρα, μπήκα στον πλούσιο αχαϊκό κάμπο (Kazantz)
[fr kath αχαϊκός ← K, this der of Aχαϊα]
- of or pertaining to Achaia (NPelop):