Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφυής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφυής, -ής, -ές [afiís] (L)
  • unintelligent, unclever (ant έξυπνος, L ευφυής):
    • όταν δεν έχει τινάς αναθροφή καλή και παιδεία, οπού να διευθύνουν την ευφυΐα εις την αρετή, καλύτερα σχεδόν είναι να 'ναι ~ (Dimitrieis)

[fr kath αφυής ← MG (CGL) ← K (also pap), AG, cpd in -φυής (ἀφυής Soph., εὐ- Homer, ἀνθρωπο- Herodot., ἀρτι- Hippocr.+, αὐτο- Hesiod+, δι- Pherecydes+, κακοφυής & συμφυής Plato+, προσφυής Homer+ etc), derived fr neut. φύος· φύτευμα, γέννημα (Hesych.);]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες