Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρός
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρός ο [afrós] Ο17 : 1α.πυκνές λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών, όταν αυτά κινούνται βίαια, βράζουν ή παθαίνουν χημική ζύμωση: Οι αφροί της θάλασσας / των κυμάτων. Ο ~ του γάλατος / του μούστου. Mπίρα με / χωρίς αφρό. || Ψάρι του αφρού, που ζει στην επιφάνεια της θάλασσας. (έκφρ.) βγαίνω στον αφρό, καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ότι δεν έχω ευθύνη για κτ., αποφεύγοντας έτσι τις δυσάρεστες συνέπειες μιας κακής πράξης. β. πυκνές λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται όταν σαπούνι ή άλλο σχετικό υλικό διαλύεται με νερό: Ο ~ του σαμπουάν / του απορρυπαντικού. ~ ξυρίσματος, είδος σαπουνιού σε μορφή αφρώδους κρέμας που χρησιμοποιείται στο ξύρισμα. γ. πυκνό σάλιο που βγαίνει από το στόμα ερεθισμένων ή κουρασμένων ζώων: Tο λυσσασμένο σκυλί / το λαχανιασμένο άλογο βγάζει αφρούς. || Έπαθε κρίση επιληψίας κι έπεσε κάτω βγάζοντας αφρούς. (έκφρ.) βγάζω αφρούς, είμαι πολύ θυμωμένος. 2. (μτφ., προφ.) α. το εκλεκτότερο μέρος ενός συνόλου: Διάλεξε και της έδωσε τον αφρό από τα μήλα που πουλούσε. β. για κτ. αφράτο, μαλακό, φουσκωτό και ελαφρό: ~ είναι το κέικ / το πάπλωμα.

[αρχ. ἀφρός]

[Λεξικό Κριαρά]
αφρός ο.
  • 1) Αφρός (της θάλασσας):
    • (Pιμ. κόρ. 741).
  • 2)
    • α) Άφθονη έκκριση σάλιου σε φυσαλίδες:
      • στόμα το βρομισμένον, που ’ναι γεμάτο οχ τον αφρό (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1242]
      • (μεταφ. προκ. για οργή, κλπ.):
        • της μανίας τον αφρόν (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 699
    • β) (προκ. για αρρώστια) έκκριση υγρού (από τα μάτια):
      • (Oρνεοσ. αγρ. 5499).
  • 3) Άχνη υδραργύρου, «σουμπλιμέ», διχλωριούχος υδράργυρος:
    • (Kυνοσ. 5962).

[αρχ. ουσ. αφρός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρός [afrós] ο,
  • ① foam, froth, suds (syn in άφρη 1):
    • ~ του κρασιού, της μπίρας |
    • ~ του σαπουνιού lather |
    • ~ του κρέατος scum |
    • ~ ξυρίσματος shaving foam |
    • άσπρος σαν τον αφρό |
    • το απορρυπαντικό αυτό δεν κάνει αφρό |
    • σταμάτησε το πλύσιμο, τίναξε τους αφρούς από τα χέρια (Myriv) |
    • απ' το στόμα του [sc του ζώου] τινάζουνται αφροί (Venezis) |
    • μου φέρνει κάθε πρωί ένα κανάτι κατσικήσιο γάλα, όλο αφρό και βουνήσιο άρωμα (KPolitis) |
    • είδαμε την A. πεσμένη .. να βγάζει αφρούς απ' το στόμα της (Tachtsis)
  • ⓐ fig phr βγάζω αφρούς froth at the mouth, be or become exceedingly angry, foam, rage (syn in αφρίζω A2):
    • αντί σαν πιο μεγάλος να σταθείς κοντά της, .. εσύ βγάζεις αφρούς από το στόμα (Palaiologos)
  • ② specif sea-foam, sea-spray, surf (syn αφρόνερο 1):
    • ο αέρας σηκώνει αφρό |
    • εξάνοιγες .. λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα (Solom) |
    • οι αμμουδιές γίνουνται κάτασπρες από τους αφρούς (Kondylakis) |
    • ήρθε κι άλλο [κύμα] με δύναμη, γέμισε με αφρό και νερά τη βάρκα (Venezis)
  • ⓑ surface of the sea (syn αφρή 2, αφρόνερο 2):
    • καθετή, παραγάδι του αφρού |
    • το ψάρι κολυμπάει στον αφρό |
    • τα νησιά κρατιούνται πάνω στον αφρό σαν αλαφρόπετρες (KPolitis)
  • ⓒ fig βγαίνω (έρχομαι, μένω etc) στον αφρό get to a high social position, rise to the top:
    • prov οι φελλοί πάντα στον αφρό cork always floats on top (said of worthless persons who manage to advance socially and otherwise) |
    • έρχονται στον αφρό οι επιτήδειοι, οι κόλακες κι οι ραδιούργοι (Karagatsis)
  • ③ fig s.o. exceptionally beautiful or desirable:
    • κορίτσι ~ |
    • πού θα την ξαναβρείς τέτοια νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιον κρίνο; τι καλύτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; (Eftaliotis)
  • ⓓ best or choicest part of sth, pick, cream (syn in αφρόγαλα 2):
    • τουφεκίζεται .. ο ~ της κοινωνίας της Σπάρτης, 184 άτομα (ChZalokostas) |
    • poem της φυλής των Eλλήνων | μπορεί να είσαι ο ~ (Palam)
  • ④ fig sth soft, light, or airy:
    • ψωμί ~ |
    • παξιμάδι ~ crumbly toast |
    • αυτό το φαγητό είναι ~, χωνεύεται εύκολα
  • ⓔ sth fleeting, short-lived, or valueless (syn καπνός):
    • poem .. σα να το 'λιωσε | το σφιχταγκάλιασμά σου, | πάει, ~ το μάρμαρο | κι όνειρο τ' άγαλμά σου (Palam) |
    • καπνοί είναι τα μελλούμενα κι ~ τα περασμένα (Karthaios)
  • ⓕ nonsensical or empty talk, hot air, froth, rant (syn μπαρούφα, σαπουνόφουσκα)

[fr postmed, MG αφρός ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροσκέπαστος, -η, -ο [afroscépastos]
  • covered w. foam:
    • η εικόνα αυτή .. ήταν σαν το σχήμα που παίρνουν στην αφροσκέπαστη επιφάνεια της θάλασσας τα σκόρπια συντρίμμια, αφού κοπάσει η τρικυμία (Xenop)

[cpd w. ModG σκεπαστός (: σκεπάζω); Hesych. s. λαμπήνη· .. ἃρμα σκεπαστόν; cf ἀσκέπαστος (Dioscor. +), εὐ- (Thuc, Dio Cass.), θεοσκέπαστος (C. Porphyrog.) etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστεφάνι [afrostefáni] το, poet
  • crown made of foam, foamy crown:
    • poem πρόβαλλε τότε από το σπίτι της και η κόρη |..| σ' ένα χορευτικό πελάγωμα γιομάτο | από νερογαργάρισμα κι αφροστεφάνια | και πρόσταζε τη θάλασσα κλ (Palam)

[cpd w. MG στεφάνιν (Assizes & CGL 7.643b) ← K, ByzG στεφάνιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστέφανος, -η, -ο [afrostéfanos] (L)
  • crowned by foam, foam-capped, white-capped (syn αφροστεφανωμένος, αφροστεφάνωτος):
    • τον προτιμάς αυτόν ή τη θάλασσα με τα κύματά της τ' αφροστέφανα (Drosinis) |
    • το βαποράκι .. φεύγει .. γύρω του μιαν αφροστέφανη λευκή λίμνη σχηματίζοντας (Palam)

[cpd w. στέφανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστεφάνωμα [afrostefánoma] το, (L)
  • act or result of crowning, perfection, completion, climax (near-syn αποκορύφωμα, επιστέγασμα, επιστεφάνωμα):
    • η ποίηση είναι .. το ωράισμα κάθε ανθρώπινης πράξης και το ~ κάθε δημιουργίας (Diomatari)

[der of αφροστεφανώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστεφανωμένος, -η, -ο [afrostefanoménos] (L)
  • crowned by foam, foam-capped, white-capped (syn in αφροστέφανος):
    • αφροστεφανωμένα κύματα |
    • αφήνοντας πίσω μας τις αφροστεφανωμένες ακτές της Xίου, ξαναβρεθήκαμε πάνω από το Aιγαίο (Ouranis) |
    • η Mύκονος ξεπήδησε αφροστεφανωμένη μέσ' από τα κύματα (Sfakianakis)

[ppp of αφροστεφανώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστεφανώνω [afrostefanόno] (L)
  • crown w. foam:
    • η θάλασσα .. κουμαντάρει τη ζωή της Πάργας· μάνα, τη νανουρίζει στοργικά, σατράπισσα, την αφροστεφανώνει (Petsalis)

[cpd w. στεφανώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροστεφάνωτος, -η, -ο [afrostefánotos] (L)
  • crowned w. foam, foam-capped, white-capped (syn in αφροστέφανος):
    • αφροστεφάνωτα πέλαγα |
    • poem δικός σου είν' ο πολύκαρπος της Eλευσίνας κάμπος, |..| και η άκρ' η αφροστεφάνωτη του γαλανού Φαλήρου (Palam) |
    • χαίρε, αφροστεφάνωτη, ανθόσπαρτη πατρίδα (Athanas)

[neol (Koumanoudis: 1888 etc), cpd w. στεφανωτός (: στεφανώνω); cf AG (Sappho) & ModG αστεφάνωτος, ανθο-, δαφνο-, κισσο-, ροδο-, χρυσοστεφάνωτος, all in ModG]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες