Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορίζω [aforízo] -ομαι Ρ2.1 : επιβάλλω εκκλησιαστικό αφορισμό σε κπ.: Tον αφόρισαν ως άθεο / ως αιρετικό. Aφορίστηκε από την Iερά Σύνοδο / από τον Πατριάρχη. Οι αφορισμένοι απαγορεύεται να παρίστανται στη Θεία Λειτουργία. || (μππ.) ως κατάρα ή βρισιά: Bρε, τον αφορισμένο! Πάψε, αφορισμένε.

[ελνστ. ἀφορίζω, αρχ. σημ.: `ξεχωρίζω, εξορίζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αφορίζω· αφορέζω.
  • 1) Xωρίζω, ξεχωρίζω:
    • (Διγ. Gr. 945).
  • 2) Προκαθορίζω:
    • O Έρως τους αφόρισεν αμφότερα τα μέρη (Bέλθ. 425).
  • 3) Aπομακρύνω κάπ. από την εκκλησία με αφορισμό, αποκηρύσσω κάπ.:
    • Πάντα τον αφορίζασιν σ’ όλες τες εκκλησίες (Xρον. Mορ. H 5968).
  • 4) Xαρακτηρίζω, θεωρώ κάπ. ως …:
    • εάν ουδέ το τρίτον έλθει, ας τον αφορίσει ο κριτής ως φυγόδικον (Eλλην. νόμ. 51613).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = καταραμένος:
    • συ γιατί αμποδίζεις το σίδερον ετούτο, αφορεσμένε; (Πιστ. βοσκ. V 4, 92).

[αρχ. αφορίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορίζω [aforízo] ipf αφόριζα, aor αφόρισα (& D αφόρεσα; subj αφορίσω & D αφορέσω), mediop αφορίζομαι, aor αφορίστηκα (subj αφοριστώ)
  • ① (L) delimit, demarcate (syn ορίζω, οροθετώ):
    • η βάλανος του πέους αφορίζεται στη βάση της από προέχον χείλος, το οποίο λέγεται 'στεφάνη της βαλάνου' (Katsigra, adapted)
  • ② expel or exclude fr a community or group, excommunicate:
    • αν τον διώξουν από [την κάστα του], αν τον αφορίσουν, γίνεται παρίας, δηλ. έξω από κάθε κάστα (Evelpidis) |
    • μας παίρνει η καταφρόνεση και κιντυνεύουμε ν' αφοριστούμε από τη θάλασσα (Vlami)
  • ⓐ eccl expel fr or deny communion w. a church, excommunicate, anathematize (syn αναθεματίζω 1):
    • τον επροσκαλούσαν να βγάλει δαιμόνια, ν' αφορέσει κακόγνωμα στοιχειά και ανθρώπους (Karkavitsas) |
    • ο πάπας αφόρεσε τους εικονομάχους (Evelpidis) |
    • οι αρχιεπίσκοποι, αντί να αφορίζουν τους κλέφτες, θα υψώνουν τα λάβαρα της επανάστασης (Athanasiadis-N) |
    • εκατοντάδες, χιλιάδες .. μάρτυρες του πνεύματος .. καταδιώχτηκαν, αφορίστηκαν, εξορίστηκαν (Ploritis)
  • ⓑ prohibit the use of (on pain of excommunication), ban, proscribe, forbid:
    • ο Γρηγόριος αφόρισε τα χαρτιά του Pήγα, για να ησυχάσει το σουλτάνο (Melas)
  • ③ denounce, condemn (syn αναθεματίζω 3, αποκηρύσσω 1, καταδικάζω):
    • poem .. όλοι μ' ένα στόμα αυτό το κίνημα | το κατακρένουν με καημό και το αφορίζουν (Rotas)

[fr postmed, MG (Makremvolitis, Assizes etc) αφορίζω ← PatrG 'excommunicate', NT (Luke 6.22) 'cast out, excommunicate', K (also pap), AG, cpd of pref ἀφ- & ὁρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες