Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφθόνητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφθόνητος, -η, -ο [afθόnitos] (L)
  • not looked upon invidiously or resentfully, unenvied (near-syn αζήλευτος 1, ανεπίφθονος):
    • ήρθε ώρα να ψάλει τους ύμνους της [στην αρετή], για να τιμάται αφθόνητη .. στην ανθρώπινη κοινωνία (Melas)

[fr kath αφθόνητος ← ByzG (4th c.) ← AG (Aeschyl.), cpd w. φθονητός (Clem. Alex.) (: φθονῶ) & φθονητέον 'one must envy'; cf ἀνεπιφθόνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες