Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυχμηρός, -ή, -ό [afxmirós] (L)
- ① waterless, dry, arid, barren (syn άνυδρος 1, ξερός):
- ~ βράχος |
- αυχμηρή έρημος |
- αυχμηρό μονοπάτι |
- αυχμηρό νησί |
- πήρε .. τη στενή κοιλάδα την αυχμηρή .. και τη μεταμόρφωσε σε ανθηρό περιβόλι (Panagiotop) |
- αγωνίζονταν να επιζήσουν στα αυχμηρά υψίπεδα της κεντρικής Mικράς Aσίας (Vacalop) |
- poem .. τις αυχμηρές βουνοπλαγιές | η μηχανή ανελέητα τις λιανίζει (Zevgoli)
- ② fig devoid of liveliness or vigor, dry, arid, austere, unembellished (syn άνυδρος 4, αυστηρός 4, ξερός, στεγνός):
- ~ λόγος |
- ο ~ πέτρινος τοίχος του [θεάτρου] φράζει κάθε θέα (Thrylos) |
- η πορεία του .. δεν εντοπίζεται στην αυχμηρή περιοχή της θεωρίας (Terzakis) |
- ο συντάκτης .. δεν έφθασε σε μία αυχμηρή φιλολογικότητα (Dimaras)
[fr kath αυχμηρός 'arid, dry' ← PatrG, K, AG, der of αὐχμή or αὐχμός 'drought']
- ① waterless, dry, arid, barren (syn άνυδρος 1, ξερός):