Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτίκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αυτίκα, επίρρ.· άτικα· αυθίκα· ευθίκα.
  • 1) Aμέσως, στη στιγμή:
    • (Bέλθ. 941).
  • 2) Tότε:
    • (Eρμον. X 180).

[αρχ. επίρρ. αυτίκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες