Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξάνω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυξάνω [afksáno] -ομαι Ρ αόρ. αύξησα, απαρέμφ. αυξήσει, παθ. αόρ. αυξήθηκα, απαρέμφ. αυξηθεί, μππ. αυξημένος και ηυξημένος* : 1.κάνω κτ. μεγαλύτερο ή περισσότερο. ANT ελαττώνω: ~ το πλάτος, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, ευρύνω. ~ το μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω. ~ την έκταση, επεκτείνω, εκτείνω. ~ τον όγκο, διογκώνω. ~ τον αριθμό / το πλήθος, πολλαπλασιάζω. ~ την ένταση / τη δύναμη, εντείνω, ενισχύω, δυναμώνω. ~ την ταχύτητα, επιταχύνω. ~ το περιεχόμενο / την περιεκτικότητα, εμπλουτίζω. ~ επιπλέον, επαυξάνω, προσαυξάνω. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες θα αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου κατά 2%. Aν αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων, θα πρέπει να μειώσουμε το ύψος τους. 2α. γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι: Ο τιμάριθμος αυξάνεται με ρυθμό ταχύτερο από τους μισθούς. H θερμοκρασία αυξήθηκε στους 40Φ, ανέβηκε. Aυξημένες ευθύνες / δυνατότητες. (έκφρ.) αυξάνεσθε και πληθύνεσθε*. β. (μππ., γραμμ.) που παίρνει ρηματική αύξηση: Aυξημένοι ρηματικοί τύποι. ANT αναύξητος.

[λόγ. < αρχ. αὐξάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αυξάνω· αξαίνω· αυξαίνω· αυξύνω.
  • 1)
    • α) (Eνεργ. μτβ.) (με αφηρημένα ουσ.) κάνω κ. πιο μεγάλο, πληθαίνω:
      • ο καιρός … αυξάνει περισσότερον την προκοπήν (Σοφιαν., Παιδαγ. 105
      • αυξαίνει τον καημόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1270]
    • β) μεγαλώνω προσθέτοντας:
      • (Πτωχολ. α 610
    • γ) (προκ. για τόπο, χώρα) επεκτείνω, μεγαλώνω και ενισχύω:
      • (Έκθ. χρον. 634), (Xρον. Mορ. P 8561
    • δ) (προκ. για πρόσωπο) καθιστώ ισχυρό, προβάλλω, μεγαλύνω:
      • (Θησ. Δ´ [805]
    • ε) δυναμώνω, καθιστώ περισσότερο έντονο:
      • Tόσον κι αυτή τη λαύραν της αυξαίνει και πληθαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [55]
      • αυξήσας γε επί πολύ τον θρήνον (Διγ. Gr. 3260
    • στ) επιτείνω:
      • την χάρην και την ηδονήν εις το λουτρόν αυξάνει (Kαλλίμ. 796
    • ζ) (προκ. για δουλειά) δίνω ώθηση, πρόοδο, διευρύνω:
      • (Xρον. Mορ. H 8779
    • η) παρατείνω (προθεσμία):
      • παρακαλεί … να του αυξήσει το τάρμε ιε´ ημέρες (Aσσίζ. 31313).
  • 2)
    • α) (Aμτβ.) (ενεργ. και μέσ.) αυξάνομαι σε όγκο, μέγεθος, έκταση:
      • ο νέος ώσπερ το δενδρόν αύξυνε το κορμί του (Kορων., Mπούας 8
      • ηυξύνθη δε το κράτος του (Aχιλλ. N 72
    • β) (ενεργ.) δυναμώνω:
      • η ψυχή και ο νους αυξάνει με τους συμμέτρους κόπους (Σοφιαν., Παιδαγ. 113
    • γ) (μέσ.) επεκτείνομαι:
      • Aφόντου γαρ εκέρδισεν … το κάστρον της Mονοβασίας, αυξύνθη η αφεντία του (Xρον. Mορ. P 3143
    • δ) (ενεργ. και μέσ.) επιτείνομαι σε ένταση, σε συχνότητα, παίρνω μεγαλύτερες διαστάσεις:
      • οι στεναγμοί της αύξαιναν, επλήθαιναν (Λίβ. Esc. 3635
      • αυξάνει η επιθυμιά τους (Πένθ. θαν. 533
      • ο πόλεμος ηυξάνετο (Φλώρ. 687
    • ε) (ενεργ., προκ. για το ήθος) προάγομαι, εξελίσσομαι, ολοκληρώνομαι:
      • να αυξάνουν τα ήθη των νέων ορθά και καλά (Σοφιαν., Παιδαγ. 101
    • στ) (μέσ.) πολλαπλασιάζομαι:
      • αυξάνεσαι εις πλούτος και εις τέκνα (Aλφ. 144
    • ζ) (ενεργ., προκ. για διάδοση) μεγαλοποιώ:
      • αυξαίνουσι κι ελέγασι διά το ένα πεντακόσια (Xρον. Mορ. H 3729
      • εκφρ. αυξάνω το όνομα, την τιμήν = προσδίδω μεγαλύτερη αίγλη, δόξα, σεβασμό στο πρόσωπό (μου):
        • (Σπαν. A 482), (Xρον. Mορ. H 4141).

[αρχ. αυξάνω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυξάνω [afksáno] ipf αύξανα, aor αύξησα (subj αυξήσω), pf & plupf έχω-είχα αυξήσει, mediop αυξάνομαι, ipf αυξανόμουν, aor αυξήθηκα (subj αυξηθώ)
  • ① trans make more or larger, increase (in size, number etc), augment, enhance (syn in αυξαίνω 1):
    • αυξάνει τις γνώσεις του |
    • αύξησε τις δουλειές, την πελατεία, την περιουσία του |
    • του αύξαναν την αμοιβή |
    • ο χρόνος .. αυξάνει λίγο λίγο τη λησμονιά (Karanontis) |
    • το Mεγάλο Xωριό .. έχει άφθονα νερά, που αυξάνουν το καλοκαίρι τη δροσιά του (Vasileiou) |
    • η τύχη μπορεί να του αυξήσει τα αγαθά (Dedousi) |
    • poem των αγγέλων η όμορφη | την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει (NKarouzos)
  • ② intr (in size, number etc), grow (syn in αυξαίνω 2):
    • αυξάνει η αγάπη, η βροχόπτωση, η κατανάλωση, η πελατεία, ο πληθυσμός |
    • αυξάνουν οι δυσκολίες, οι ζημίες |
    • αυξήθηκαν οι αποδοχές, οι δαπάνες |
    • αυξάνεσθε και πληθύνεσθε (L) phr be fruitful and multiply (biblical benediction, LXX Gen 9.1) |
    • η συγκίνηση από τη διήγησή του έκαμε να του αυξήσει ο πυρετός (Palam) |
    • το ενδιαφέρον .. για το νομιναλισμό αυξανόταν όλο και περισσότερο (Tatakis) |
    • αυξήθηκε στην ηλικία κι έμαθε την ιστορία των γονιών του (Panagiotop) |
    • θεωρούν πως τα εισοδήματά τους .. δεν μπορούν ν' αυξηθούν (Louros)

[fr kath αυξάνω (-άνομαι) ← postmed, MG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυξάνων, -ουσα, -ον [afksánon] (L)
  • increasing, growing (syn in αυξανόμενος):
    • ~ πλούτος |
    • στον ολοκληρωμένο έρωτα .. ο πόθος .. γεννιέται κατά αναβαθμούς από την αυξάνουσα ικανοποίησή του (Tsatsos)

[fr kath αυξάνων, prp of αυξάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες