Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλή
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλή η [avlí] Ο29 : 1.ο αστέγαστος περιφραγμένος χώρος μπροστά, πίσω ή γύρω από ένα σπίτι ή άλλο κτίσμα· προαύλιο, περίβολος: H ~ του σπιτιού / του σχολείου. Πλακόστρωτη ~. Εσωτερική ~. 2α. το προσωπικό (σύμβουλοι, ακόλουθοι, υπηρέτες) που είναι στην υπηρεσία ενός μονάρχη (βασιλιά, αυτοκράτορα): Bασιλική / αυτοκρατορική ~. β. (μτφ., μειωτ.) οι ευνοούμενοι ή οι κόλακες που περιτριγυρίζουν ένα ισχυρό πρόσωπο. αυλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: αρχ. αὐλή· 2: λόγ. < ελνστ. αὐλή· αυλ(ή) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
αυλή η· πληθ. αυλάδες.
  • 1)
    • α) Aνοιχτός χώρος μπροστά από το σπίτι, αυλή:
      • (Aιτωλ., Mύθ. 1012
    • β) είδος «ταράτσας»:
      • Eποίησεν και ανώγαιον, αυλήν δε υπερώον (Διγ. Esc. 1650).
  • 2) Περίφρακτος τόπος όπου σταβλίζονται τα ζώα, μάντρα:
    • χαίρε πηγή, χαίρε αυλή των λογικών προβάτων (Aλφ. (Μπουμπ.) IV 24).
  • 3)
    • α) (Bασιλική) αυλή, παλάτι:
      • εις οίκους τους βασιλικούς και εις αυλάς ρηγάδων (Διήγ. παιδ. 250
      • έκφρ. μεγάλη αυλή = παλάτι:
        • (Mαχ. 50415
    • β) κατοικία πλουσίου ή αξιωματούχου, αρχοντικό:
      • δουλωτικώς εισήλθε εις τας αυλάς του καίσαρος (Aξαγ., Kάρολ. E´ 416
    • γ) (γενικά) κατοικία, ενδιαίτημα:
      • ποίος στου Xάρου την αυλήν αποτρομά και μπαίνει; (Πικατ. 99).
  • 4) Δικαστήριο:
    • Περί τα πράγματα τά ουδέν εντέχουνται να αγκαλέσουν εις την αυλήν (Aσσίζ. 516
    • φρ. πολεμώ αυλήν = κάνω δικαστήριο:
      • (Mαχ. 30027).

[αρχ. ουσ. αυλή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλή [avlí] η,
  • ① yard, courtyard (syn αυλόγυρος 2, αυλόμαντρα, περίβολος, προαύλιο) ~ σχολείου schoolyard:
    • πίσω ~ backyard |
    • ~ του πανεπιστημίου, του στρατώνα |
    • ασπρίζει, σκουπίζει την ~ της |
    • prov όταν διψάει η ~ σου, όξω νερό μη χύνεις one should not spend efforts helping others when there is need in one's own household, charity begins at home |
    • όλα τα σπίτια σπίτια του κι όλες οι αυλές δικές του said of people who treat the property of others as if it were their own |
    • έλυσε το πρόβλημα με το να οικοδομήσει στη σκηνή την ~ της λοκάντας (Athanasiadis-N) |
    • πήγε ίσαμε το παράθυρο, έριξε μια ματιά έξω, στην ~ (Terzakis) |
    • folks. έβγαρ' τον, μάνα, έβγαρ' τον, μάνα, έβγαρ' τον, τον ξένο 'που το σπίτι, | να μην πεθάνει σπίτι μας κι έχει η ~ μας λύπη (Theros) |
    • poem .. τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην ~ (Seferis)
  • ② household and entourage of royal or noble family, court:
    • αξιωματούχος, ζωγράφος, σύμβουλος της αυλής |
    • οι αυλές των τυράννων είναι τα θερμοκήπια του πνεύματος (Athanasiadis-N) |
    • έζησε στα Γιάννινα, γιατρός στην ~ του Aλή-πασά (LPolitis) |
    • fig στις εννέα το βράδυ ο πατριάρχης με την ~ του προσεύχονται (Palaiologos)
  • ③ region. tank or container in which sea water is left to evaporate, salt pan:
    • οι μεγάλες αυλές, που φυλάνε το νερό ίσαμε που να ξεραθεί και να γίνει αλάτι (Venezis)

[fr postmed, MG αυλή ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύληση [ávlisi] η, (L)
  • act or process of playing a flute or pipe, flute-playing:
    • ο αυλητής .. φαίνεται σαν να στέκεται, .. αρχίζοντας μόλις την αύλησή του (Karouzou)

[fr kath αύλησις ← K (pap), AG, der of αὐλῶ (-έω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλητής ο [avlitís] Ο7 θηλ. αυλητρίδα [avlitríδa] Ο26 & αυλήτρια [avlítria] Ο27 : αυτός που παίζει αυλό: Παραστάσεις αυλητρίδων στα αρχαία αγγεία.

[λόγ. < αρχ. αὐλητής· λόγ. < αρχ. αὐλητρίς, αιτ. -ίδα· λόγ. < ελνστ. αὐλήτρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλητής [avlitís] ο, (L)
  • flute-player, flutist, piper (near-syn φλαουτίστας):
    • οι αυλητές ζύγωσαν τη φλογέρα στα χείλια τους (Kazantz) |
    • ξερνοβολούσαν βλαστημώντας .. τους αυλητές, που δεν έπαυαν το μονότονο σκοπό τους (Roufos) |
    • ήρθαν και μάγοι και θαυματουργοί και θεατρίνοι και αυλητές (Panagiotop) |
    • απεικονίζονται δύο διασταυρωμένοι αυλοί, .. που θα επαίζονταν μαζί από έναν αυλητή (Karakasis) |
    • poem .. ο ~ | .. ενώ παίζει το διπλόν αυλό, | κοιτάει στηλά στις φτέρνες τη Mαινάδα (Sikel)

[fr kath αυλητής ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλήτρια [avlítria] η, (L) hist
  • female flute-player, flute-girl (syn αυλητρίδα)

[fr kath αυλήτρια ← PatrG, LK, der of αυλητής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλητρίδα [avlitrí∂a] η, (& kath αυλητρίς) (L) hist = αυλήτρια
:
  • μισοξαπλώναν .. οι προπάτορες, νερώναν και λιγάκι το κρασί, φωνάζαν αυλητρίδες (Psathas) |
  • ~ παίζει διπλό αυλό και μπροστά της σάτυρος χορεύει (DLazaridis) |
  • οι αυλητρίδες του ναού .. πληρώνονταν δέκα δραχμές μισθό το μήνα (ChZalokostas) |
  • η Aηδόνα παρουσιάζεται ως όμορφη εταίρα ~ (FKakridis) |
  • poem φύσηξε στον αυλό της η ~ (Stavrou Ar)
  • [fr kath αυλητρίς ← K (also pap), AG αéλητρίς 'flute-girl' (Simon., A.P. 5.159.1

[6th-5th c. BC]); cf γυνή ἀλετρίς (Odyssey), ὀρχηστρίς 'dancing girl' (Aristoph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες