Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατόπημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατόπημα το [atópima] Ο49 : (λόγ.) άτοπος λόγος ή πράξη· ατοπία, απρέπεια, παραλογισμός, παραδοξολογία: Συνηθισμένο / βαρύ / φοβερό / ασυγχώρητο ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀτόπημα]

[Λεξικό Κριαρά]
ατόπημα το.
  • Aπρέπεια, ασχημία, παρεκτροπή:
    • σκαιοίς ατοπήμασι (Θεολ., Tζίρ. 35613).

[μτγν. ουσ. ατόπημα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατόπημα [atόpima] το, (L)
  • ① error, blunder, mistake (syn in αστοχία 3):
    • θεωρητικό ~ |
    • η επίθεση εναντίον του πολιτικού κόσμου υπήρξε ~ |
    • η επιείκεια έρχεται να μετριάσει ή και να προλάβει τα αναπόφευκτα ατοπήματα του τυπικού δικαίου (Papanoutsos) |
    • παραμονεύουν, περιμένουν ατοπήματα της κριτικής και, όταν γίνουν ή νομίσουν πως έγιναν, καγχάζουν (Charis)
  • ② unseemly act, unseemliness, impropriety (syn απρέπεια, ατοπία 2b, παράπτωμα):
    • οι πράξεις αυτές για ένα βουλευτή αποτελούν βαρύτατα ατοπήματα |
    • ένα τέτοιο ~ είναι η δημοσίευση κριτικών για διαφημιστικούς σκοπούς (Thrylos) |
    • ανάμεσα στους καθολικούς είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η μετάβασή τους στο ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν ~ (Vacalop)

[fr kath ατόπημα ← ΜG ← LK (also pap), der of ατοπώ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες