Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατάσθαλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατάσθαλος, -η, -ο [atásθalos] (L)
  • wicked, iniquitous, (near-syn αχρείος, κακοήθης):
    • [οι μνηστήρες] επιμένουν στα ατάσθαλα έργα τους (Maronitis)

[fr kath ατάσθαλος ← K, AG ἀτάσθαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες