Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστάθμητος -η -ο [astáθmitos] Ε5 : που δεν μπορούμε να τον υπολογίσουμε ή να τον προσδιορίσουμε, συνήθ. στην εκφορά ~ παράγοντας: Στη φύση και στην ιστορία ενεργούν πολλές φορές αστάθμητοι παράγοντες. Στη γεωργία ο καιρός είναι ο κατεξοχήν ~ παράγοντας.
[λόγ. < αρχ. ἀστάθμητος `ασταθής΄ σημδ. γαλλ. impondérable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστάθμητος, -η, -ο [astáθmitos] (L)
- imponderable, incalculable, immeasurable, unknown, unfathomable (syn αστάθμιστος, near-syn άγνωστος2 1, άδηλος, ant σταθμητός):
- ~παράγοντας imponderable or unknown factor |
- αστάθμητη αρρώστια, γοητεία, δύναμη, επίδραση |
- αστάθμητες καταστάσεις, λεπτομέρειες |
- αστάθμητο μέλλον, πνεύμα |
- αστάθμητα δεδομένα, περιστατικά, στοιχεία, συναισθήματα |
- στον αισθηματικό τομέα απέφυγε τους κινδύνους μιας αστάθμητης σύγκρουσης |
- στην απαγγελίαν αυτή .. συνεργούν η φωνή, η χειρονομία, η αστάθμητη ακτινοβολία της προσωπικότητας (Tsatsos) |
- o άνθρωπος έχει αντίκρυ του .. τις αστάθμητες κινήσεις της ιστορίας (Despotop) |
- η μακρινή ηχώ απ' αυτές τις τεράστιες προσπάθειες βρίσκεται ακόμα σχεδόν αστάθμητη (Moustoxydis) |
- τελικά το κοινό αποφασίζει κι αυτό το κοινό είναι αστάθμητο κι αψυχολόγητο (Koufop)
[fr kath αστάθμητος ← K, AG]
- imponderable, incalculable, immeasurable, unknown, unfathomable (syn αστάθμιστος, near-syn άγνωστος2 1, άδηλος, ant σταθμητός):