Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασιτία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασιτία η [asitía] Ο25 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός, όταν δεν παίρνει τις απαραίτητες για τη συντήρησή του θρεπτικές ουσίες: Στις φτωχές χώρες πολλά παιδιά πεθαίνουν από ~.

[λόγ. < αρχ. ἀσιτία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασιτία [asitía] η, (L)
  • ① lack of nourishment, starvation (syn αμασία, αναφαγιά, αφαγιά, L λιμοκτονία):
    • δεν περνούσε σχεδόν μέρα .. που να μην πεθαίνουν άνθρωποι από ~(Roufos)
  • ② fig lack of satisfaction, starvation (syn L ανικανοποίηση):
    • γέμιζαν τα καταφύγιά τους φωτογραφίες "αστέρων", για να παραμυθούν την ερωτική ~τους (Panagiotop)

[fr kath ασιτία ← PatrG, AG der of άσιτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες