Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασαφήνιστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασαφήνιστος, -η, -ο [asafínistos] (L)
  • unclarified, unexplained, obscure, vague (syn αδιασαφήνιστος, αδιασάφητος, αδιευκρίνιστος)

[fr kath (neol) ασαφήνιστος, cpd w. *σαφηνιστός (: σαφηνίζω, σαφηνής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες