Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαφήνιστος, -η, -ο [asafínistos] (L)
- unclarified, unexplained, obscure, vague (syn αδιασαφήνιστος, αδιασάφητος, αδιευκρίνιστος)
[fr kath (neol) ασαφήνιστος, cpd w. *σαφηνιστός (: σαφηνίζω, σαφηνής)]