Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέβημα [asévima] το, (L) = ασέβεια
- 1b:
- σε καμιάν άλλη πόλη ελληνική δεν έγιναν ασεβήματα μεγαλύτερα και συχνότερα από τα δικά τους (Papanoutsos)
[fr kath ασέβημα ← postmed (Somavera) ← AG, der of ασεβώ]
- 1b: