Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτάνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρτάνη [artáni] η, (L)
  • ① naut looped line or device used for lifting or lowering weights, sling (syn σαμπάνι)
  • ② milit stirrup strap

[fr kath αρτάνη rope, noose, halter' ← AG ἀρτάνη, der of ἀρτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες