Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απύρωτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απύρωτος, -η, -ο [apírotos]
  • ① not placed on or near the fire, unheated (syn άπυρος 1):
    • απύρωτο λεβέτι unblackened or brand-new pot |
    • τα πόδια του έμειναν απύρωτα και κρύωσαν
  • ② in which the fire was not lit, unfired (ant πυρωμένος):
    • ~φούρνος

[fr AG ἀπύρωτος, cpd w. πυρωτός (Antiph., 4th c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες