Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απόστημα το· απόσταμα· απόσταμαν· απόστεμα.
-
- Συγκέντρωση πύου σε ιστό του σώματος:
- έπρεπε … ν’ ανοίξει … το απόσταμαν του μάκρου (Aσσίζ. 17713).
[αρχ. ουσ. απόστημα. Ο τ. ‑εμα στο Βλάχ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Συγκέντρωση πύου σε ιστό του σώματος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόστημα [apóstima] το, (L)
- ① geom apothem:
- ~ κανονικού πολυγώνου |
- ~ κανονικής πυραμίδας
- ② med abscess (syn σπυρί):
- βγάζει, έχει ~ |
- πληγές, ανίατα αποστήματα |
- ανοίγω ~ incise an abscess |
- το δόντι έκανε ~ |
- γίνεται ~ στο πόδι μου |
- ύστερα από μια βδομάδα ο πατέρας μου έπεσε άρρωστος, του είχε φανερωθεί ένα οδυνηρό ~ στη ράχη (Xenop)
- ③ fig moral decay:
- σωστό δεν είναι να σταθούμε μόνο στα ηθικά αποστήματα της εποχής, κάθε εποχής, και να προχωρέσουμε σε γενικότερες αξιολογικές κρίσεις (Panagiotop)
[fr postmed, MG απόστημα, K ← AG]
- ① geom apothem:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόστημα 1 το [apóstima] Ο49 : 1.πυώδης φλεγμονή με περιορισμένη έκταση: Έβγαλε ένα ~ στο χέρι, μεγάλο σπυρί με πύο. ~ στο δόντι / στις αμυγδαλές. Άνοιξε / έσπασε το ~. 2. (μτφ.) νοσηρή κατάσταση στον κοινωνικό, πολιτικό ή άλλο τομέα: Ο χρηματισμός των δημόσιων λειτουργών είναι ένα ~ που πρέπει να το ανοίξουμε / να το καθαρίσουμε / να το σπάσουμε, να το αντιμετωπίσουμε ριζικά, αποτελεσματικά.
[λόγ. < αρχ. ἀπόστημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόστημα 2 το : (μαθημ.) η απόσταση μεταξύ του κέντρου ενός κύκλου και της χορδής του.
[λόγ. < αρχ. ἀπόστημα `απόσταση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστηματάρι το· αποστεματάρι.
-
- Aπόστημα:
- (Iατροσ. κώδ. ρκς´ ).
[<ουσ. απόστημα + κατάλ. ‑άρι]
- Aπόστημα: