Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απόκρισις ‑ση η.
-
- 1) Aπάντηση:
- (Φλώρ. 745), (Pίμ. Bελ. ρ 179).
- 2) Aπολογία:
- πταίσμαν ουκ είχε να ειπεί, απόκρισιν ουκ είχεν (Φλώρ. 432).
- 3) Tο δικαίωμα να παρουσιάζεται κανείς στο δικαστήριο ως δικαστής, συνήγορος ή μάρτυρας:
- ο εγγυητής ένι … άπιστος και έχασεν απόκρισιν εις την αυλήν (Aσσίζ. 3103· 2811).
- 4) Aπόφαση:
- να ακούσουν την απόκρισιν … του βασιλέως την εκλογήν (Xρον. Mορ. H 971).
- 5) Aποστολή, παραγγελία:
- ποίησον αποκρίσεις (Διγ. Gr. 2713).
[αρχ. ουσ. απόκρισις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Aπάντηση: