Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολαύω [apolávo] Ρ αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : (κυρ. σε λόγ. εκφορές με γεν.) κατέχω, διαθέτω κάποιο πλεονέκτημα ή αγαθό: Aπολαύει ιδιαίτερων προνομίων. ~ μεγάλης υπολήψεως / εμπιστοσύνης, με υπολήπτονται, με σέβονται πολύ.
[λόγ. < αρχ. ἀπολαύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απολαύω.
-
- 1) Aπολαμβάνω, χαίρομαι κ.:
- (Διγ. Άνδρ. 41212), (Πένθ. θαν. 529).
- 2) Eυχαριστούμαι με κάπ., χαίρομαι κάπ.:
- να απολαύσω και υιόν τον αποθυμητόν μου (Διγ. O 977).
[αρχ. απολαύω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπολαμβάνω, χαίρομαι κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολαύω [apolávo] ipf απόλαυα, aor απόλαυσα (& D απόλαψα) (subj απολαύσω & D απολάψω), (L)
- ① trans derive pleasure from, delight in, enjoy (syn απολαβαίνω 2, απολαμβάνω 1):
- ~ περίπατο |
- ~ την εφημερίδα, ζωγραφική, ζωή, θάλασσα, ομορφιά |
- ~ το γλέντι, το θέαμα |
- τους Πίνδαρους και τις Ψάπφες .. τους απολαύομε στο στίχο τους (Palam) |
- απόμνισκε ακόμη ν' απολάψει του ήλιου το φως (Psichari) |
- έπαιρνε τον καθρέφτη για ν' απολάψει τα κάλλη του (Lountemis) |
- όλοι πηγαίνουν .. για ν' απολάψουν το παίξιμο του Π. Φ. (KParaschos) |
- δεν μπορούν να ξεχάσουν οι στρατιώτες την αλησμόνητη ευτυχία που απόλαψαν στα σπιτάκια του χωριού (ChZalokostas) |
- poem ας ήτανε σαν την στερνή να μ' απολάψει οπώρα (Malakasis)
- ② have, possess, enjoy (syn απολαμβάνω 2, ant στερούμαι):
- η Aθήνα απολαύει έναν αέρα υγιεινό (Dimitrieis) |
- η δημοκρατία της Kύπρου έχει δικαίωμα να απολαύει πλήρη κυριαρχία και πλήρη ανεξαρτησία (Christidis) |
- η Kωνσταντινούπολη απόλαυσε τη λαμπρότητα και το γόητρο που λίγες πόλεις γνώρισαν (Tatakis) |
- τα 'χε δασκαλέψει καλά στο πόσα κέρδη ατίμητα μπορούσε κανένας ν' απολάψει δίχως μεγάλο κόπο (Melas)
- ⓐ be accorded, have the benefit of, enjoy (syn απολαβαίνω 2b, απολαμβάνω 2b):
- είχε διακηρυχτεί το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να απολαύουν εξίσου τα αγαθά της παιδείας (Papanoutsos) |
- αυτοί είναι οι μόνοι που απολαύουν όχι τόσο πανεπιστημιακής, αλλά και πάσης ασυλίας (Ploritis)
[fr postmed απολαύω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① trans derive pleasure from, delight in, enjoy (syn απολαβαίνω 2, απολαμβάνω 1):