Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκόπτω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκόπτω [apokópto] -ομαι Ρ αόρ. απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί, μππ. αποκομμένος : 1α.αφαιρώ, αποχωρίζω με κόψιμο ένα μέρος ή ένα τμήμα από ένα σύνολο: H πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. β. αποσπώ και απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο: Mεγάλα παγόβουνα αποκόπηκαν από τους παγετώνες λόγω αύξησης της θερμοκρασίας. 2. (μτφ.) χωρίζω, αποκλείω κπ. ή κτ. από τη σχέση του ή από την επαφή του με κπ. ή με κτ.: Ορισμένα στρατιωτικά τμήματα αποκόπηκαν από τον κύριο όγκο των δυνάμεων και αιχμαλωτίστηκαν. Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής. || Zει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους, απομονωμένος. 3. (παθ., γραμμ.) παθαίνω αποκοπή2: Στη θέση του φωνήεντος που αποκόπτεται, σημειώνεται απόστροφος.

[λόγ. < αρχ. ἀποκόπτω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκόπτω· αποκόβγω — αποκόβω — αποκόφτω· αποκόφθω· αποσκόφτω· αόρ. εποκόπην.
  • 1) (Προκ. κυρίως για μέλος του σώματος, αλλά και για αντικείμενα) κόβω εντελώς, πέρα ως πέρα:
    • απέκοψε δε την κεφαλήν του Kαραγκιόζ μπασία (Έκθ. χρον. 4821
    • με τας χείρας του καλάμιν αποκόπτει (Λόγ. παρηγ. O 221
    • (μεταφ.):
      • φύλλα από την καρδίαν μου τά απέκοψεν ο πόθος (Λίβ. Sc. 2924
    • (σε μεταφ.):
      • αποκόπτει (ενν. ο θάνατος) το άνθος της νεότητος (Διγ. Άνδρ. 41128).
  • 2) Tελειώνω τη σφαγή:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2069).
  • 3) Eμποδίζω:
    • τον απέσκοψεν και δεν επήρεν την χηρούδα … να παρανομήσει (Συναδ. φ. 51v).
  • 4)
    • α) Aπομακρύνω:
      • το δε κακόν απόκοπτε και απόφευγε εξ αύτο (Σπαν. V 261
    • β) (προκ. για «βουλή», σκέψη, κλπ.) αλλάζω, μεταβάλλω:
      • (Δούκ. 29730).
  • 5)
    • α) (Mτβ.) σταματώ, διακόπτω κ.:
      • την κεφαλαλγίαν αποκόψεις (Oρνεοσ. αγρ. 5398
      • απόκοπτε και τον θυμόν (Σπαν. O 78
    • β) (προκ. για ομιλητή, αφηγητή) τον σταματώ, τον διακόπτω:
      • (Kομν., Διδασκ. Δ 294
    • γ) (μέσ. αμτβ.) σταματώ:
      • αποκόπην το θανατικό (Πεντ. Aρ. XXV 8
      • εποκόπην η βροχή (Πεντ. Γέν. VIII 2
    • δ) (μτβ.) σταματώ να θηλάζω (το βρέφος):
      • εμεγάλυνεν το παιδί και αποκόπην (Πεντ. Γέν. XXI 8
    • ε) (αμτβ.) (προκ. για το γάλα του θηλασμού) σταματώ:
      • (Iατροσ. κώδ. νπ´ ).
  • 6) Kαθορίζω:
    • η βουλή απόκοψε τα σύνορα να γυρεύουν (Xρον. Tόκκων 1606).
  • 7)
    • α) Aποτιμώ:
      • τα ποία κάτεργα αποκόψαν τα και αξάζασιν … δύο μιλούνια χιλιάδες γροσία (Mαχ. 3245
    • β) (προκ. για αιχμάλωτο) τον αποτιμώ, καθορίζω την τιμή της εξαγοράς του:
      • (Eπιστ. κλήρου Kαλλιπ. 15452).

[αρχ. αποκόπτω. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. βω και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκόπτω s. αποκόβω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες