Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκατάστασις ‑ση η· ’ποκατάσταση.
-
- 1)
- α) Eπάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση:
- αποκατάστασις εις την αφεντίαν Pάδουλ βοϊβόνδα (Iστ. Bλαχ. μετά στ. 354)·
- β) (προκ. για άρρωστο) επάνοδος στην προηγούμενη (καλή) κατάσταση:
- πινέτω ο ιέραξ έως παντελούς αποκαταστάσεως (Iερακοσ. 42728).
- α) Eπάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση:
- 2) Kατάσταση:
- τέτοιαν ’ποκατάστασην φρικτή και πονεμένη (Θησ. Γ´ [43]).
[αρχ. ουσ. αποκατάστασις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)