Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάγω
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάγω [apáγo] -ομαι Ρ πρτ. απήγα, αόρ. απήγαγα, απαρέμφ. απαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απήχθη, απήχθησαν, απαρέμφ. απαχθεί : αρπάζω διά της βίας και κρύβω κπ. σε μέρος μυστικό, απαιτώντας ανταλλάγματα για την απελευθέρωσή του: Tρομοκράτες απήγαγαν γνωστό βιομήχανο. || για ερωτικούς λόγους, με ή χωρίς τη θέληση της κοπέλας: Aναγκάστηκε να την απαγάγει, επειδή οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό, να την κλέψει.

[λόγ. < αρχ. ἀπάγω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάγω [apáγo] ipf απήγα, aor απήγαγα (subj απαγάγω), pf έχω απαγάγει, plupf είχα απαγάγει, mediop απάγομαι, aor 3sg απήχθη, 3pl απήχθησαν & απάχθηκαν, (subj απαχθώ), pf έχω απαχθεί (L)
  • ① carry off, lead off, abduct, kidnap, steal:
    • απήγαγαν τον ασυρματιστή στα βουνά |
    • στον ένα αργυρό στατήρα |
    • σιληνός απάγει νύμφη (DLazaridis) |
    • καίν' εκατό σπίτια κι απάγουν ομήρους |
    • απάγουν πληθυσμούς |
    • απήγαγαν πέντε ξένους |
    • οι κάτοικοι της πόλεως απάχθηκαν ως αιχμάλωτοι |
    • απήχθη από ληστές was abducted (kidnapped) by robbers |
    • πάνε κομμουνιστές στο νοσοκομείο, απάγουν επτά αναπήρους και τους εκτελούν |
    • ο E. Nτυμαί έπλευσε αθέατος και σε πείσμα των Iσπανικών αρχών απήγαγε τον μεγάλο εξόριστο, τον καθηγητή Oυναμούνο (Athanasiadis-N) |
    • μετά τη δευτέρα πράξη πήγε και τον απήγαγε από το σπίτι του, για να τον μεταφέρει θριαμβευτικά στο θέατρο (Giatras) |
    • παντρεύεται με πληρεξούσιο μια κοπέλα που βάνει και του την απάγουν (Papatsonis) |
    • αν οι Φοίνικες απήγαγαν τις δύο ιέρειες, τότε η δεύτερη θα πουλήθηκε ως δούλη στους Θεσπρωτούς (Dakaris) |
    • η νέα απήχθη βιαίως από έναν άγνωστο |
    • ο Mεζίχ πασάς ερημώνει και καίει τα χωριά και απάγει μεγάλο αριθμό ζώων (Vacalop) |
    • αυτοί που απάγουν τη νύχτα τα I.X. δεν είναι από τους σουφρωτές του απαραίτητου, κλέβουν το περιττό (Melas, adapted) |
    • απήγαγαν το αυτοκίνητό μου my car was stolen |
    • στις αρχές του 19ου αιώνα ο Έλγιν απάγει μαζί με όλα τα άλλα μάρμαρα της Aκροπόλεως και το οικτρά ακρωτηριασμένο επάνω σώμα (Brouskari) |
    • το σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό υπηρετούσε τις ανάγκες του Άξονα, για να απαχθεί τελικά έξω από την Eλλάδα (Angelop) |
    • poem και πιο καλότυχος εκείνος που το πρώτο της βήμα | δεν το κάνει η αθανασία του πέρ' από το μνήμα, | αλλά πριν η ψυχή του από το θάνατο απαχθεί (Kanellop, sonnet rendered in Greek) |
    • αιθέριο μύρο στην καρδιά των υακίνθων, | μη μου απάγεις κι άλλο την ψυχή, πρωινέ κρόκε! (Boumis)
  • ⓐ entice (syn δελεάζω, προσελκύω):
    • από το καλά φρουρημένο στρατόπεδο των αντιπάλων οργανώνει ληστρικές επιδρομές και απάγει το σπάνιο έμψυχο υλικό, τους ειδικούς επιστήμονες (Papanoutsos, adapted)
  • ② abduct a woman to be the adbuctor's wife or sweetheart, run off w., elope w.:
    • απάγει το κορίτσι |
    • απήγαγε την ερωμένη του (syn phr την έκλεψε) |
    • ένας νέος παρουσιάζεται, την αγαπάει, την απάγει (Athanasiadis-N) |
    • απάγεται εκουσίως |
    • απήχθησαν (syn κλέφτηκαν) |
    • απήχθη εκουσίως από τον εραστή της she eloped w. her lover |
    • η Eυρώπη πηδά πάνω στη θερμή ράχη του ταύρου (που ήταν ο Zευς μεταμορφωμένος) κι αφήνεται ν' απαχθεί (Athanasiadis-N, adapted) |
    • παραληρούσε, σχεδίαζε να την απαγάγει, να φύγουν για τη Xαβάη (Melas, adapted)

[fr kath απάγω ← PatrG, K (also pap, down to 7th c. AD) ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγέας ο [apaγojéas] Ο21 : αυτός που απήγαγε κπ., ο δράστης απαγωγής: Οι απαγωγείς του παιδιού ζητούσαν υπέρογκα λύτρα. H κοπέλα είχε συνεννοηθεί με τον απαγωγέα της.

[λόγ. απαγωγ(ή) -εύς > -έας]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγέας [apaγoyéas] ο, pl απαγωγείς (L)
  • ① abductor, kidnapper:
    • ~ ανθρώπων |
    • ~ της κόρης, της νοσοκόμας, του παιδιού |
    • οι απαγωγείς δεν απελευθέρωσαν το νεαρό αγόρι, για να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του |
    • οι απαγωγείς δεν δέχθηκαν αποστολή τροφής πάνω στο λεωφορείο |
    • αστυνομικοί έκαναν ορμητική έφοδο προς το μέρος των μαθητών ομήρων και των απαγωγέων τους |
    • κάποιος εμπήκε στην κάμαρα· ήταν ένας φίλος του απαγωγέα μου (Karyotakis) |
    • στην Έφεσο ο χρόνος και οι απαγωγείς πράκτορες ξένων μουσείων και συλλέκτες δεν υπήρξαν τόσο κατηγορηματικά καταλυτικοί και εξοντωτικοί (Thrylos) |
    • poem μήτε χαιρόνταν που ταξίδευαν για αλλού· | και των απαγωγέων το ποδοβολητό καμιάν ηχώ δεν ξύπνησε (Karantonis)
  • ② anat, adj ~ μυς abductor (muscle)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαγωγεύς]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγή [apaγoyí] η, (L)
  • ① leading away, carrying off, abduction:
    • ~ προσώπων με βία ή με δόλο |
    • το δωρικό έθιμο της απαγωγής (ChZalokostas) |
    • ~ παιδιού kidnapping |
    • ~ μιας κόρης με τη θέλησή της ή με τη βία, όπως και να 'ναι αντίθετα στη γνώμη των δικών της (Petsalis) |
    • οι γυναίκες εύρισκαν πιο τιμητική την ~ τους διά της βίας (Evelpidis) |
    • άλλοτε είχαμε ένα σωρό απαγωγές, όχι τώρα |
    • εκούσια ~ (γυναίκας) eloping, elopement |
    • οι δυο τους έπαψαν πια να κάνουν λόγο για ~ |
    • | ακουσία ~ (syn αρπαγή) |
    • η ~ των Σαβίνων the rape of the Sabine women (i.e. the involuntary abduction of the Sabine) |
    • ο Hρόδοτος σαν αιτίες των πολέμων Eλλήνων και βαρβάρων βρίσκει την ~ της Iώς από τους Φοίνικες, την ~ της Mήδειας από τους Aργοναύτες και της Eλένης απ' τον Πάρη (Evelpidis)
  • ② gym, athl motion bringing apart two limbs (ant προσαγωγή):
    • ~ των ποδών heels together, toes apart |
    • ~ εναλλάξ των σκελών με ημιεκτάσεις από την υπτία κατάκλιση (Mastrokostas) |
    • προσαγωγή και ~ των ποδών (Chrysafis)
  • ③ philos, logic, math deduction (ant επαγωγή):
    • τελολογική ~ |
    • η επιστήμη, που μελετάει την ουσία, δουλεύει με την ~ |
    • η εις άτοπον ~ reductio ad absurdum |
    • ο Ed. von Hartmann ζητεί να αποδείξει το ρεαλισμό με την εις άτοπον ~ (Papanoutsos) |
    • ο Nτοστογέφσκη αποπειράθηκε ν' αποδείξει την ύπαρξη του Θεού διά της εις άτοπον απαγωγής (id.)

[fr kath απαγωγή ← K (also pap, 3rd c. BC), PatrG (also 'reductio') ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 1 η [apaγojí] Ο29 : η βίαιη αρπαγή και απόκρυψη κάποιου, συνήθ. με σκοπό κάποιο αντάλλαγμα: Tρομοκράτες σχεδίαζαν απαγωγές πολιτικών προσώπων. || για ερωτικούς λόγους: Εκούσια / ακούσια ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαγωγή, αρχ. σημ.: `μεταφορά μακριά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 2 η : (γυμν.) κίνηση που αποβλέπει στην απομάκρυνση των ενωμένων μεταξύ τους χεριών ή ποδιών. ANT προσαγωγή.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή `μεταφορά μακριά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγή 3 η : (λογ., μαθημ.) εις άτοπον ~, συλλογιστική μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύεται η αλήθεια μιας πρότασης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή (εἰς τό ἀδύνατον)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγικά [apaγoyiká] adv, philos & logic
  • by deduction, deductively (ant επαγωγικά):
    • ο Descartes, αφού έβαλε τη βάση που θεμελιώνει την οντολογία, προχωρεί ~, όπως οι παλαιότεροι μεταφυσικοί (Theodoridis) |
    • από τις γνώσεις, όπως είναι τα αξιώματα, βγάζουμε όλες τις μαθηματικές γνώσεις με το συλλογισμό, ~ (id.) |
    • ο Σικελιανός, καθώς έρχεται από ψηλά, μπορεί να πει κανείς πως ~ συλλαμβάνει τη φύση (Tsatsos)

[der of απαγωγικός; cf kath απαγωγικώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγωγικός -ή -ό [apaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην απαγωγή 3, που γίνεται με την εις άτοπον απαγωγή: ~ συλλογισμός. Aπαγωγική απόδειξη. απαγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απαγωγ(ή) 3 -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες