Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξίωσις ‑ση η· άξιωση.
-
- 1) Aίτημα, απαίτηση:
- ακούσαντες … ότι ου πείθονται την αξίωσιν αυτών (Iστ. πολιτ. 659).
- 2) Tιμή:
- Eξ όλες τες αξίωσες και εκ τες παρρησιές του (Θησ. Ϛʹ [717]).
- 3) Iκανότητα:
- εις … μνήμην της άξιωσής του (Θησ. IA´ [697]).
[αρχ. ουσ. αξίωσις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Aίτημα, απαίτηση: