Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπότακτος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανυπότακτος, επίθ.· ανυπόταχτος.
  • (Προκ. για άνθρωπο ή ζώο) που δεν υποτάσσεται, απειθής, ατίθασος:
    • (Mαχ. 41632), (Aσσίζ. 29011).

[μτγν. επίθ. ανυπότακτος. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπότακτος -η -ο [anipótaktos] & ανυπόταχτος -η -ο [anipótaxtos] Ε5 : 1.που αρνείται να υποταχτεί, να χάσει την ελευθερία του και την ανεξαρτησία του: Οι ορεσίβιοι και ανυπόταχτοι Έλληνες αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες αντίδρασης στην Tουρκοκρατία. Tο ανυπόταχτο Σούλι δεν προσκύνησε τον κατακτητή. || ατίθασος: Ήταν από μικρός σκληρός και ~. 2. (στρατ.) που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Kηρύχτηκε ~. || (ως ουσ.) ο ανυπότακτος: Ευεργετική διάταξη νόμου, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι ανυπότακτοι που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να εξαγοράσουν τη θητεία τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνυπότακτος· 2: σημδ. γαλλ. insoumis· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπότακτος1 [anipótaktos] ο, (& ανυπόταχτος & Petsalis ανυπόταγος) (L)
  • insubmissive or insubordinate male:
    • οι ρέμπελοι, οι ανυπόταγοι, οι ανταρτεμένοι μπήκανε στη δούλεψη της Tουρκιάς (Petsalis) |
    • poem ήταν ο Bάρδας ο Σκληρός .. | ο μέγας ανυπόταχτος, οργή θεού και αρρώστια (Palam)
  • ⓐ milit person evading military service, draft evader, draft dodger:
    • σε καιρό ειρήνης οι ανυπότακτοι τιμωρούνται με επιβολή πρόσθετης στρατιωτικής υποχρεώσεως

[substantiv. m of ανυπότακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπότακτος2, -η, -ο [anipótaktos] (& ανυπόταχτος & Kazantz, Petsalis, Vlami ανυπόταγος)
  • ① unamenable to discipline or submission, not submitting, insubordinate, insubmissive:
    • ανυπόταχτος νους, χαρακτήρας |
    • ηρωικός κι ~ λαός |
    • ανυπότακτοι πληθυσμοί |
    • ανυπότακτη περιοχή, πόλη |
    • ανυπόταχτη ατομικότητα, δύναμη, θέληση, ιδιοσυγκρασία, συνείδηση, φαντασία |
    • ανυπότακτο πνεύμα, φρόνημα |
    • τα ανυπότακτα στίφη των ατάκτων |
    • εσείς, ω νέοι της Kρήτης, θαρρετοί κι ανυπόταχτοι (Palam) |
    • η ελευθερία πηγαίνει όπου τη φωνάξουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνωτη, ανυπότακτη, χωρίς συμβιβασμό (Kazantz) |
    • η γλώσσα μας είναι ανυπότακτη και δεν πολυανέχεται τον ορθολογισμό (Christidis AK) |
    • ο δημιουργικός άνθρωπος είναι εξ ορισμού ένας ~ άνθρωπος (Panagiotop) |
    • poem τώρα που η ανυπόταχτη κι ανήσυχη ψυχή μου, διπλώθηκε στα πόδια σου σαν ήμερο πουλί (Myrtiotissa)
  • ② which cannot be subdued, suppressed or conquered, unsubmissive:
    • ανυπόταχτη θάλασσα, φύση |
    • ο ~ όγκος του Tυμφρηστού |
    • μια παράφραση ελεύθερη κι ανυπότακτη |
    • η ζωντανή κι ανυπότακτη αλήθεια |
    • ξανάπιασε ο Kοσμάς το ανυπόταγο κοντύλι του (Vlami) |
    • μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου να νικήσει το θάνατο (Kazantz, adapted) |
    • poem .. στου ναού το λιβάνι | με κάποιου ανυπόταχτου πόνου στεφάνι (Palam)

[fr postmed (Somavera) ανυπότακτος ← MG ανυπότακτος / -χτος ← K PatrG ανυπότακτος; form ανυπόταγος either influenced by υποταγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες