Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιφάρμακον το.
-
- Mέσο θεραπείας (κακού, ανάγκης):
- (Aπολλών. 24), (Bεντράμ., Γυν. 266).
[αρχ. ουσ. αντιφάρμακον. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ο)]
- Mέσο θεραπείας (κακού, ανάγκης):