Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβάλλω [andiválo] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αντιπαραβάλλω.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω εναντίον΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβάλλω [andiválo] ipf αντέβαλλα, aor αντέβαλα, pass αντιβάλλομαι (L)
  • ① athl throw (back):
    • ο φύλακας αντιβάλλει τη σφαίρα, αν τυχόν μείνει μέσα στον κύκλο (Sakellariou, Athlet)
  • ② compare (syn αντιπαραβάλλω):
    • στην Πρόμαχο Aθηνά δεν αντιβάλλεται η Yπέρμαχος (Chourmouzios) |
    • η μόνη θετική ιδέα που αντιβάλλεται στον ολικό μηδενισμό είναι η κατάφαση της ζωής (Prevelakis) |
    • αυτοί και μερικοί ακόμα δευτερεύοντες κώδικες (απόγραφα) αντιβάλλονται (FKakridis)
  • ⓐ philol collate (copies of mss):
    • ο Mουσούρος αντιβάλλει τα χειρόγραφα και προετοιμάζει το κείμενο για δημοσίευση (Vacalop)

[fr kath αντιβάλλω ← K (pap), PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες