Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αντίον το· αττίον.
  • Kυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού:
    • τῃ χειρί ακόντιον φέροντα ως αττίον (Διγ. Gr. 3214).

[αρχ. ουσ. αντίον. T. σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες